Ιωσήφ Μπρόνσκι - Τα πόιηματα της Θείας Γέννησης

Το άστρο της Θείας Γέννησης



Σε εποχή παγωνιάς, σε τόπο συνηθισμένο στο ζεστό καιρό,
όχι στο κρύο, σ’ επιφάνεια επίπεδη, όχι σε βουνό,
ένα παιδάκι γεννήθηκε σε φάτνη, τον κόσμο για να σώσει,
φυσούσε όπως μόνο στη χειμωνιάτικ’ έρημο μπορεί αέρας να σαρώσει.

Όλα του φαίνονταν τεράστια: το στήθος της μάνας, η κίτρινη πάχνη
που ‘βγαινε απ’ τα ρουθούνια των βοδιών, οι μάγοι:
Μπαλταζάρ, Κασπάρ, Μελχιόρ, τα δώρα στοιβαγμένα στη γωνία.
Αυτός ήταν μόνο μια τελεία. Κι ήταν αστέρι αυτή η τελεία.

Προσεχτικά, χωρίς να τρεμοπαίζει, μες’ από σύννεφ’ αραιά
πάνω απ’ το μωρό στο παχνί από μακριά,
από τα βάθη της οικουμένης, απ’ την άλλη της την άκρη,
τα’ αστέρι κοίταζε τη φάτνη. Κι αυτό ήταν του πατέρα του το μάτι.

24 Δεκεμβρίου 1987

Η Θεία Γέννηση



Δεν έχει σημασία τι ήταν γύρω τους και δεν έχει σημασία
περί τίνος ούρλιαζ’ η χιονοθύελλα με μανία,
ή ότι ένιωθαν στριμωγμένοι στο κονάκι του βοσκού
κι ότι γωνιά στον κόσμο γι’ αώτους δεν υπήρχε αλλού.

Πρώτα πρώτα ήσαν όλοι μαζί. Δεύτερο
ήσαν τρεις, το σπουδαιότερο,
κι ό,τι και αν γινόταν, μαγειρευόταν, χαριζόταν
στο εξής, τουλάχιστον στα τρία θα μοιραζόταν.

Ο παγωμένος ουρανός πάνω απ’ το δικό τους καταυλισμό
με τη συνήθεια που ‘χει το μεγάλο να γέρνει πάνω στο μικρό
έλαμπ’ έν’ αστέρι και πού να πάει τώρα πια
παρά στου βρέφους τη ματιά.

Η φωτιά σιγόκαιγε. Το κούτσουρο τελείωνε κι αυτό,
όλοι κοιμόντουσαν. Το άστρο ξεχώριζε, ήταν διαφορετικό,
πιο δυνατό απ’ την πυρά, είχε μια ικανότητα μοναδική
να μπερδεύει την παρουσία τη μακρινή με την κοντινή.

25 Δεκεμβρίου 1990

Νανούρισμα



Σε γέννησα στην έρημο εκεί
κι όχι άδικα ίσως.
Αφού σ’ αυτήν κανένας δεν θα βρει
από βασιλιά κανένα ίχνος.

Σ’ αυτή μάτια θα σ’ έψαχνε κανείς.
Σ’ αυτή το χειμώνα
πιο πολύ είναι η παγωνιά απ’ την έκτασή της
στο αιώνα.

Άλλοι έχουν παιχνιδάκια, μπάλα,
σπίτι αψηλό.
Για σένα τα παιχνίδια είν’ άλλα,
απέραντο τοπίο ερημικό.

Την έρημο, γιόκα μου, πρέπει να συνηθίσεις,
όπως στη μοίρα τη βαριά.
Γιατί όπου και να ‘σαι εδώ θα ζήσεις,
σ’ αυτήνε πια.

Εγώ σ’ έθρεψα με το στήθος μου αυτό
κι εκείνη
σ’ έμαθε ν’ αντικρίζεις το κενό
που τηνε ντύνει.

Εκείνο το αστέρι σε τόση απόσταση
φοβίζει, όμως στην έρημο αυτή
του μετώπου σου η λάμψη
γίνεται πιο καθαρή.

Να συνηθίσεις, γιόκα μου, το χάος τα’ αμμουδερό/
Στην πατούσα σου από κάτω
εκτός απ’ αυτή, τίποτα πιο σκληρό
δεν θα βρεις ούτε στον πάτο.

Σ’ αυτήν η μοίρα είναι κάτι ανοιχτό.
Από μακριά ορατή.
Σ’ αυτήν εύκολ’ αναγνωρίζεις το βουνό
απ’ το σταυρό στην κορφή.

Τα μονοπάτια της δεν είν’ ανθρωπινά.
Είναι πανίσχυρη, αιώνια
η έρημος, χωρίς ανθρώπους, για να
κυλούν πάνω της εύκολα τα χρόνια.

Γιόκα μου, στην έρημο συνήθισε,
νιώσε σαν τον κόκκο
στον άνεμο, νιώσε πως δεν είσαι
σάρκα μόνο.

Συνήθισε να ζεις μ’ αυτό το μυστικό.
Συναισθήματα που
θα σου χρησιμέψουνε θαρρώ
στην έρημο του απέραντου κενού.

Από τούτη δεν είναι χειρότερη:
Μόνο που πιο πολύ κρατάει
κι η αγάπη σ’ εσένα είν’ απόδειξη
ότι χώρο έχει και χωράει.

Συνήθισε την έρημο, καλέ μου, κι αυτό
τα’ αστέρι
που λάμπει με δύναμη ολόφωτο
και παντού φως φέρει

σαν τη λάμπα καίει για το γιο
που άργησε να ‘ρθεί,
θυμήθηκε εκείνον που στην έρημο
από μνας καιρό έχει κάνει πιο πολύ.

Δεκέμβριος 1992
Μετφ: Κατερίνα Αγγελάκη - Ρούκ

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις