Διδυμός Λοίσθιος - 4 ποιήματα

Σ’ευχαριστώ (που μου έδειξες την Νέα Υόρκη)

Σ’ ευχαριστώ που μου έδειξες τη Νέα Υόρκη
Όλα τα σπίτια και τις γέφυρες, τα μυστικά μονοπάτια
Τα τείχη από τις παλιές συνοικίες και τα γκραφίτι
Σ’ ευχαριστώ που τριγυρίσαμε ανάμεσα στους ανθρώπους με τα φαντάσματά τους

Μου έδειξες κάθε πληγή στο στήθος και κάθε παπαρούνα
Όλα τα εύκολα βήματα και τις ανήσυχες τσιρίδες
Τα δέντρα που πέφτουν, τη σκοτεινή γειτονιά των χίπις, τα κομπιούτερς και τα μηχανάκια
Που ανεβήκαμε στον ουρανό με τη ρόδα του θανάτου

Έτσι ακροβατήσαμε με την αγωνία και το χαμόγελο στα ρούχα μας
Κι έτσι τρέξαμε μαζί σαν κυνηγημένοι από τις ώρες στην όγδοη λεωφόρο
Γιατί είναι στιγμές σαν κι εκείνη που αρχίζω να καταλαβαίνω
Την απόλυτα κρυμμένη, μυστική συμφωνία του σύμπαντος

Σ’ ευχαριστώ για τη βόλτα στα πολυκαταστήματα με τα κουκλάκια στις βιτρίνες
Για κάθε ξύπνημα μέσα στην ηλιόλουστη πλατεία με τα λουλούδια
Από καιρούς παλιούς θυμόμουν στις πόλεις που δεν πήγα, αναμνήσεις γλυκιές
Από καιρούς δεν αποφάσιζα να πέσω μέσα στην τελετή της ερωτικής πράξης

Σ’ευχαριστώ που με είδες να κλαιω για πρώτη φορά στην ζωή μου
Ένας γέρος εγώ, και θυμόμουν πως ήμουν παιδί που είχα ξεχάσει
Σ’ ευχαριστώ για το ποδόσφαιρο στις ταράτσες, για την καθυστερημένη άνοιξη
Το σκυφτό κλαδάκι του δέντρου, το σπίρτο της υγρασίας που δεν άναψε ποτέ του

Σ’ ευχαριστώ που με πλήγωσες στις βόλτες μας τόσο πολύ, που με έκανες να τρομάξω
Με τα δάκρυα που έριξα, από τον ερχομό της αλήθειας του κόσμου
Κι είναι τόσο τρομακτικό να κλαις, σαν να χάνεις μια πατρίδα
Ένα απάγκιο σαν να χάνεις, κάτι κατά δικό σου, μοναδικό, όταν κλαις

Είναι τρομακτικό να κλαις
Προσπαθείς να καταλάβεις που βρίσκεσαι, μετά το κλάμα, και φοβάσαι
Σαν να κοιτιέσαι πρώτη φορά στην ζωή σου στον καθρέπτη
Χωρίς πάρκα, χωρίς βιτρίνες στο πρόσωπό σου.
Κυριακή 14 Νοεμβρίου 2010, Πεδίον του Άρεως


Τα Βλέμματά Μας

Κοίταξα στα μάτια τόσα παιδιά, στις ερήμους
Στα πάρκα με τα μπιμπερό και στα ορφανοτροφεία
Και δεν ήξερα τι να τους πω

Κοίταξα τα αεροπλάνα στους τοίχους
Τα σχεδιαγράμματα των πολιτικών
Κοίταξα τον κόσμο των πρακτόρων σε στενά της Βεγγάζης
Και δεν ήξερα τι να πω

Κοίταξα τις μάνες νεκρές στις επάλξεις
Κοίταξα τις μάνες χωρίς παιδιά, να τα έχουν πάρει για φαντάρους νεκρούς
Κοίταξα τις μάνες
Και δεν ήξερα τις να τις πω

Κοίταξα τουρίστες, αυλικούς, τα ερωτευμένα δεκαοχτάχρονα
Στους δρόμους που ξενύχτησαν
Στις μέρες που αναπαύονταν Ευτυχισμένοι Ακροατές στα βελούδα
Και δεν ήξερα
Δεν ήξερα τι να τους πω

Είδα στο σινεμά το κλάμα όλων των αδούλωτων
που ζητιανεύουν το ψωμί που τους έκλεψε ο πλούτος
Είδα το κλάμα τους
Είδα καταδικασμένους σε θάνατο, είδα τους άρρωστους βαριά
Σε νοσοκομεία κλεισμένους και σε οστεοφυλάκια

Σε κάθε σκηνή, σε κάθε σκιά, σε κάθε κινηματογραφικό δευτερόλεπτο
Είδα το δάκρυ τους
Και δεν ήξερα τι να πω, στο πανί της προβολής

Να με κοιτούν κι εμένα με οίκτο, χωρίς λόγια
Όπως τους κοίταξα κι εγώ όλους αυτούς
Κι έτσι κι αυτοί, όπως κι εγώ
Δεν ήξεραν κι αυτοί, τι να μου πουν
Σάββατο 2 Απριλίου 2011 Αθήνα

11 του Μάη 2004, Νέα Ευκαρπία

Η αγάπη φώλιασε σε βράχια σιωπηλά και παγωμένα
ένας ισθμός φέρνει τα πλοία τα σακατεμένα
σ' αυτό το λιμανάκι που έχει της βροχής το χρώμα
σπήλαιο εσύ κι εγώ του Οδυσσέα σώμα

Πόσες ζωές κρατάει αυτό το πανηγύρι;
Να, χαιρετά την αγάπη μας εκείνο το μικρό το τρεχαντήρι
να η ανάσα που ζήλευες στα νιάτα
λιώνει το φως, μαραίνονται τα βάτα

Έτσι , μικρή και φανερή, έρχεσαι πάντα σε μένα
έτσι, με κάθε μέρα σου κοντά σε φύλλα ξεραμένα
σαν μια εποχή, που κάθε χρόνο βγαίνει με τον ήλιο
όλο το φως του εσύ κι εγώ καράβι στην υφήλιο


Ο Μύθος

Κοίταξε τι όμορφα που είναι τα χέρια σου
Υγρά δροσερά ροδαλά
Το μέρος που πέτρωσε ο αέρας
Και θάφτηκε η νύχτα

Και είναι καφετιά τα χέρια σου σαν ξεραμένα φύλλα
Είναι απάνω η παράδεισος και ο παράλληλος ήλιος
Είναι στα πόδια σου, στη γη, που γέρνει ο Κάτω Κόσμος

Κοίταξε
Τι όμορφα που είναι τα χέρια σου
Ένα καινούργιο φως στο χωριό που κοιμόσουν το χειμώνα

Θα κάνω έτσι να περάσω στο σπίτι
Θα κάνω το ρόλο σου παράθυρο που βλέπει στο ποτάμι
Είναι μια ολόκληρη οροσειρά στο τέλος
Είναι μια παρθένα ηδονική που λιώνει με τα πόδια κλειστά
Μια ρεματιά εκεί που χάνω Εσένα
Μια ουλή στον ώμο κρυφή
Μια βαφή
Στο δάσος απάνω ομίχλη βαμμένη απ’ τ’ άστρα

Άλλη φορά θα έρθω να σου μιλήσω
Άλλη φορά θα γίνω άγνωστος στρατοκόπος με πόδια βαριά
Τώρα να μείνεις εκεί στο παράθυρο και στο χώμα των δέντρων ξαπλωμένη
Είναι η εποχή που γύρισαν τα περιστέρια μας στο σπίτι
Είναι που άλλαξε πορεία ο κόσμος στο διάστημα
Είναι τα ορφανά
Τα ορφανά σου λόγια λοιπόν που θα μείνουν κλεισμένα στο υπόγειο
Και δεν έχω μέρος να καθίσω από την αναταραχή μου

Κοίταξε
Κοίταξε λοιπόν
Τα χέρια σου που τρέμουν στοιχειωμένα
Μια ρεματιά στο χωριό που μεγάλωσες κι ένα κιόσκι κρύο στην αυλή
Πού θα βρω
Και πού θα βρω λοιπόν τα λόγια, την ψυχή
Να σου το πω
Να σου πω πως ο κόσμος έφυγε στα ξένα, πού θα βρω
Τη δύναμη
Να ’ρθω να σε συναντήσω να σου πω
Τα χέρια σου ξεράθηκαν σα φθινόπωρο του ήλιου
Ότι έκλεισε
Εκείνο το παράθυρο που ’βλεπε στο ποτάμι
Δευτέρα 26 Δεκεμβρίου 2005 Βέροια

Τα τέσσερα παραπάνω ποιήματα τα απαγγέλλει ο ποιητής σε μια ηχογράφηση που έγινε για λογαριασμό του Λογοτεχνικού Καφενείου. Απολαύστε τα:


Ο Δίδυμος Λοίσθιος γεννήθηκε τον χειμώνα του '81 στη Βέροια. Έκανε σπουδές στην σχολή Τεχνολογικών Εφαρμογών στην Θεσσαλονίκη. Εκεί, ήρθε σε επαφή με άτομα του θεάτρου και της ποίησης. Συμμετείχε σε θεατρικές ομάδες και σε θέατρα δρόμου και συνεργάστηκε επαγγελματικά με τον θίασο της Σοφίας Ρόγλου την άνοιξη και το καλοκαίρι του 2002. Ζει στην Αθήνα, όπου εργάζεται ως ηθοποιός και γράφει ποίηση. Έχει βραβευτεί στον λογοτεχνικό διαγωνισμό του δήμου Πετρούπολης το 2010 με τον Γ' έπαινο.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις