Paul Celan – Του Κανενός το Ρόδο (αποσπάσματα)

Ernst Ludwig Kirchner - Στο Δάσος - 1910

A la pointe acérée

Είναι γυμνές οι φλέβες των ορυκτών, οι κρύσταλλοι
στις πτυχές των πετρωμάτων.
Άγραφο, που
σκλήρυνε κι έγινε γλώσσα, αφήνει έναν ουρανό ελεύθερο.

(Προς τα πάνω ριγμένοι, στο φως,
λοξά, έτσι
κι εμείς πλαγιάζουμε.

Πόρτα εσύ μπροστά του άλλοτε, πίνακας
με το σκοτωμένο αστέρι από κιμωλία:
το
έχει τώρα ένα μάτι – που διαβάζει;)

Δρόμοι για εκεί.
Ώρα του δάσους πλάι
στο γάργαρο αυλάκι της ρόδας.
Από κάτω
μαζεμένο, μικρό, σχισμένο
βελανίδι: κάτι ανοιχτό
και μαυρισμένο, που
το ρωτάνε δάχτυλα σκέψεις
για – –
για πού;

Για
το ανεπανάληπτο, για
αυτό, για
όλα.

Γάργαροι δρόμοι για εκεί.

Κάτι, που προχωράει, αχαιρέτιστο
σαν να ‘γινε καρδιά,
έρχεται.

Απομεσήμερο με Τσίρκο και Κάστρο

Στην Βρέστη, μπρος σε στεφάνια από φωτιά,
στη σκηνή, εκεί που πήδηξε ο τίγρης,
εκεί σε άκουσα, πεπερασμένο, να τραγουδάς,
εκεί σε είδα, Μάντελσταμ.

Ο ουρανός κρεμόταν πάνω από το όρμο,
ο γλάρος κρεμόταν πάνω από το γερανό.
Ό,τι έχει τέλος τραγουδούσε, ό,τι μένει απαράλλαχτο, –
κανονιέρα, σε λένε «Baobab»

Χαιρέτησα την τρίχρωμη σημαία
με μια ρώσικη λέξη –
Το χαμένο δεν ήταν χαμένο,
η καρδιά είναι ένας τόπος οχυρός.

Παράθυρο Καλύβας

Το μάτι, σκοτεινό:
σαν παράθυρο καλύβας. Μαζεύει,
ό,τι ήταν κόσμος, μένει κόσμος: την περιπλανώμενη
Ανατολή, τους
μετέωρους, τους
ανθρώπους-κι-εβραίους,
το λαό-της-νεφέλης, μαγνητικά
σε τραβάει, με της καρδιάς τα δάχτυλα,
Γη:
έρχεσαι, έρχεσαι,
θα ‘χουμε σπίτι, σπίτι, κάτι

– μια ανάσα; ένα όνομα;–

πάει στο ορφανεμένο τόπο τριγύρω,
χορευτικά, μονοκόμματα,
του αγγέλου
φτερό, βαρύ από κάτι αόρατο, στο
γδαρμένο πόδι που αφόρμισε, με το βάρος
στο κεφάλι στοιβαγμένο
απ’ το μαύρο χαλάζι, που
έπεφτε κι εκεί, στο Βίτεμπσκ,
– κι αυτοί, που το σπείρανε, αυτοί
το ξεγράψανε
με μιμητικά αντιαρματικά ορνιθοσκαλίσματα! –,

πάει, πάει τριγύρω,
ψάχνει,
ψάχνει κάτω,
ψάχνει πάνω, μακριά, ψάχνει
με το μάτι, πάει και φέρνει
το Άλφα του Κεντραύρου, τον Αρκτούρο, φέρνει
και την ακτίνα, από τα μνήματα,

πάει στο Γκέτο και στην Εδέμ, μαζεύει
το αλφαβητάρι των άστρων, φτιάχνει τον αστερισμό,
που ο άνθρωπος τον έχει για σπίτι, εδώ,
ανάμεσα στους ανθρώπους,

επιθεωρεί
όλα τα στοιχεία και των στοιχείων τη θνητή-
αθάνατη ψυχή,
πάει στο άλεφ και στο γιούντ και πάει παραπέρα,

τη χτίζει, την ασπίδα του Δαυίδ, την αφήνει
να πάρει φωτιά, μια φορά,
την αφήνει να σβήσει – εκεί στέκει,
αόρατος, στέκει
πλάι στο άλφα και το άλεφ, πλάι στο γιούντ,
πλάι στα άλλα, πλάι
σ’ όλα: σε
σένα,

μπέθ, – αυτό είναι
το σπίτι, εκεί που στέκει το τραπέζι με

το φως και το φως.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις