Έζρα Πάουντ: Αφιέρωμα στην Παγκόσμια Ποίηση - Μέρος 1ο





Αρχίζουμε το αφιέρωμα στην Παγκόσμια Ποίηση που θα φιλοξενηθεί αυτήν την εβδομάδα στο Λογοτεχνικό Καφενείο από τον Αμερικάνο ποιητή Ezra Pound. Σε αυτό το εβδομαδιαίο αφιέρωμα θα φιλοξενούνται εναλλάξ ποιητές και ποιήτριες που επηρέασαν και άλλαξαν τον ρού της παγκόσμιας ποιητικής πραγματικότητας.

Ο Έζρα Λούμις Πάουντ (1885-1998) είναι αμερικάνος ποιητής, δοκιμιογράφος και κριτικός. Γεννήθηκε στο Χέιλ του αϊντάχο. Συνιδρυτής της αποκαλούμενης ποιητικής σχολής του εικονισμού (Imagism). Διευθυντής σύνταξης για ένα διάστημα του περιοδικού Poetry που έβγαινε στο Σικάγο. Η αλληλογραφία του σημοσιεύτηκε το 1951.

Το νησί στη λίμνη


Θεέ μου, Αφροδίτη, Ερμή, πάτρωνα του κλέφτη.
Δώστε μου, σας θερμοπαρακαλώ, ένα μικρό καπνοπουλιεό, σαν το θελήσετε,
Με τα μικρά στιλπνά κουτά στοιβαγμένα ταχτικά στα ράφια
Και τον ανάριο μυρωδάτο ταμπάκο
και το τουμπεκί,
Και το ξανθό Βερτζίνια,
χύμα κάτω απ’ το τζάμι που γυαλίζει,
Και μιαν όχι και τόσο λαδωμένη ζυγαριά,
Και τα πουτανάκια σταματώντας στο πέρασμα για καμιά κουβέντα,
Να πούνε το λογάκι τους, και για να φτιάξουν τα μαλλάκια τους μια στάλα.

Θεέ μου, Αφροδίτη, Ερμή, πάτρωνα του κλέφτη,

Δανείστε μου ένα μικρό καπνοπουλειά,
ή στρώστε με σ’ όποιο επάγγελμα
Εχτός από το κερατένιο τούτο επάγγελμα του λογοτέχνη,
που όλη την ώρα σού ζητά να ‘χεις μυαλό.

μτφ.: Γιώργος Σεφέρης

Erat Hora


«Σ’ ευχαριστώ, ό,τι κι αν γίνει» και στράφηκε
Κι όπως η ηλιαχτίδα που κρέμεται από τ’ άνθη
Μαραίνεται στο πρώτο δυνατό φύσημα του ανέμου,
Έτσι έφυγε από κοντά μου ξαφνικά. Όχι, ό,τι και αν γίνει
Για κάποιαν ώρα ήταν φως και οι πιο μεγάλοι απ’ τους θεούς
Δεν θα μπορούν να καυχηθούνε πως κάναν κάτι πιο καλό
Από το να κοιτούν πώς πέρασεν η ώρα αυτή.

Λιου Τσ’ε


Το θρόισμα απ’ το μετάξι πια σταμάτησε,
Σωρός η σκόνη στην αυλή,
ήχος βημάτων δεν υπάρχει και τα φύλλα
Ένας σωρός μένουν ακίνητα,
Κι εκείνη που ‘κανε την καρδιά ν’ αναγαλλιάζει κάτω απ’ αυτά:

Φύλλο νωπό που κόλλησεν επάνω στο κατώφλι.

Βεντάλια για τον αυτοκράτορά της

Ω βεντάλια από λευκό μετάξι,
διάφανη σαν την παγωνιά πάνω σε φύλλα χλόης,
Κι εσένα ακόμα παραπέταξαν.

Τσ’αι Τσι’χ


Πέταλα πέφτουν στην πηγή,
πορτοκαλιά φύλλα από ρόδα,
Και η ώχρα τους κολλάει πάνω στην πέτρα.

Σ’ ένα σταθμό του Μετρό


Τ’ όραμα εκείνων των προσώπων μες στο πλήθος
Πέταλα σε υγρό, σκούρο κλωνάρι

Το καλόν


Και στα όνειρά μου ακόμα με απαρνήθηκες
Και μου ‘στειλες μονάχα τις θεραπαινίδες σου.

μτφ.: Τάκης Μενδράκος

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις