Κούλα Αδαλόγλου - βγήκε ένας ήλιος χλωμός





Εισαγωγικό [Γύριζε γλυκά ο κόσμος]


Ζέστη. Πολλή ζέστη. Τη βλέπεις, ένα διάφανο χαμηλό σύννεφο. Καθόμαστε και οι τρεις μέσα στο σπίτι, η γιαγιά, η μαμά κι εγώ. Οι δυο τους με τις κομπιναιζόν, εγώ με φανελάκι και βρακί, μικρή, του δημοτικού. Έτσι, να περάσει η δύσκολη ώρα του μεσημεριού, μέχρι να φυσήξει το πρώτο αεράκι, με τον ερχομό του απογεύματος. Ο πατέρας λείπει, είναι μάλλον στο θείο, μαζεύουν ροδάκινα, έτσι άκουσα, στο κτήμα. Δύσκολο πράγμα να μαζεύεις ροδάκινα, είπε η μητέρα, και μάλιστα μ’ αυτή τη ζέστη, κολλάει όλο το χνούδι πάνω σου, και ανατρίχιασε, και ελπίζω τώρα να είναι σε καμιά σκιά. Νωρίς το απόγευμα ακούστηκε η φωνή του παγωτατζή και χαρήκαμε όλες και πιο πολύ εγώ. Παγωτό χωνάκι, καλό παγωτό. Ο δρόμος χωματόδρομος, τα πόδια του όλο σκόνη, αλλά η φωνή του δυνατή και δροσερή, μέσα στην κάψα, ο πιο αγαπημένος περαστικός. Σε λίγο τα τρία χωνάκια στα χέρια μας, από δυο μπάλες, εγώ φράουλα και σοκολάτα, η γιαγιά και η μαμά βανίλια και σοκολάτα, καλά θυμάμαι.

Το αεράκι φύσηξε και έδωσε λες το σύνθημα ν’ ανοίξουν πόρτες και παράθυρα. Οι γριές και οι  μικρότερες βγήκαν έξω με τις καρέκλες τους, για δροσιά και κουβέντα, αφού πρώτα ράντισε η καθεμιά το χώμα μπροστά στο σπίτι της, να κατακαθίσει η σκόνη. Έτσι γινόταν κάθε βράδυ. Η κυρα Κατίνα είχε πεζούλι δίπλα από την είσοδο του γαλακτοπωλείου τους. Αυτή έστρωνε την κουρελού και βολευόταν, μαζί με μερικές άλλες που προτιμούσαν την κοντινή παρέα, έγερναν τα κεφάλια τους και κουτσομπόλευαν χαμηλόφωνα. Εμείς τα μικρά φασαρίζαμε τρέχοντας εκεί γύρω και όταν μας έβαζαν τις φωνές καθόμασταν σε καρεκλάκια και σκαμνάκια και στήναμε αυτί σε όσα έλεγαν. Όπως για την Αννούλα, αυτήν έπιασαν να κουβεντιάζουν απόψε, που γυρνούσε όταν είχε πέσει για καλά το βράδυ, με τσαντούλα στον καρπό και τακουνάκι, από το πεζοδρόμιο να μη λερωθεί και μην κοιτάτε που ήρθε μόνη, πιο κάτω την αφήνει ο λεγάμενος και, ναι, τον είδαμε και μείς το φαντάρο, έφευγε προς τα κάτω την ώρα που παίζαμε κρυφτό, είπε η μαρτυριάρα από μας, κι εγώ της τράβηξα μια τσιμπιά, γιατί μου άρεζε η Αννούλα, ήταν όμορφη, μύριζε ωραία και είχε μακριά μαλλιά, τέτοια ήθελα να έχω κι εγώ όταν μεγάλωνα.
  
Το άλλο πρωί έπιασε μια βροχή μπουρίνι, λιγόστεψε η ζέστη, έβαλε η μαμά να σιδερώσει, με την κομπιναιζόν πάλι, κι η γιαγιά ετοίμαζε φρούτα για μαρμελάδα, αλλά αυτή όχι με την κομπιναιζόν, με φουστάνι και με ποδιά, για να μη λερωθεί, και ζεστάθηκε κι είχε αναψοκοκκινίσει. Ο μπαμπάς πάλι έλειπε, δεν πήγε όμως στο κτήμα, πήγε με μια παρέα να μιλήσουν για κάτι που το έλεγαν απεργία και εγώ δεν έπρεπε να πω τίποτα σε κανέναν, πάλι για ροδάκινα να έλεγα. Γύρισε μετά το μεσημέρι και χαμογελούσε, είναι χαρούμενος ο μπαμπάς είπα στη μαμά, χαρούμενος ή απελπισμένος, έτσι μου απάντησε και δεν το κατάλαβα, αλλά το θυμάμαι επειδή μου έκανε εντύπωση.

Το βράδυ έπεσε μαλακό και πήγαμε όλοι μαζί στο εξοχικόν οικογενειακόν κέντρον «Ο Παράδεισος». Πήραμε λεμονάδες και πάστες αμυγδάλου. Είχε και ορχήστρα. Έπαιξε ένα βαλς, ο πατέρας με πήρε να χορέψουμε. Δε μου άρεσε που όλο χόρευε με τη μαμά. Με πήρε και έσκυβε για να τον φτάνω. Ψηλός ο μπαμπάς, και η μαμά με ένα φόρεμα γαλάζιο σαν τα μάτια της, χαμογελούσε η γιαγιά, ενθουσιασμένη που χόρευα, γυρίζαμε, γύριζα, γύριζα στις στροφές του βαλς, γύριζε γλυκά ο κόσμος, ο κόσμος που μπορεί να είναι τόσο όμορφος, αν η ζωή σταματούσε σε εκείνη τη στιγμή…   


Από τη συλλογή διηγημάτων Βγήκε ένας ήλιος χλωμός
εκδ. Ταξιδευτής, 2012

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις