Βάσω Ραπτογιάννη - Η γάτα που ερωτεύτηκε το συγγραφέα




Το νέο βιβλίο της Βάσως Ραπτογιάννη "Η γάτα που ερωτεύτηκε το συγγραφέα" κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ars Poetica. Αναζητήστε το στα βιβλιοπωλεία.

Ακολουθεί ένα διήγημα από το βιβλίο:

Ένα τσιγάρο

Μου χαϊδεύεις τα μαλλιά. Για λίγο. Τραβάς φοβισμένος το χέρι σαν να έκανες κάτι κακό. Κάτι που απαγορεύεται.

«Γιατί;» σε ρωτάω.

«Θα μας δούνε».

«Και τι έγινε;»

«Δεν πρέπει».

Αυτό το «δεν πρέπει» είναι που με θυμώνει, που με κάνει να σε μισώ. Ανάβεις τσιγάρο, χωρίς να σκεφτείς πόσο πολύ με ενοχλεί ο καπνός κι αυτή η γεύση όποτε με φιλάς. Η καύτρα δεν είναι η μόνη που καίγεται μέσα στο σκοτάδι. Κάτι τέτοιες στιγμές είναι που σε λυπάμαι, όταν είσαι τόσο εξαρτημένος από μια ρουφηξιά. Ζηλεύω το τσιγάρο που αγγίζει χωρίς ενοχή τα χείλη σου. Θα ήθελα να είσαι κι από μένα με τον ίδιο τρόπο εξαρτημένος.

Έχω μάθει πια να μετράω το χρόνο με τα τσιγάρα. Τρία, εφτά, δέκα. Πότε παραπάνω. Πότε λιγότερα. Έρχεσαι λίγο πιο κοντά. Κάνεις να μ’ αγκαλιάσεις και μετά το μετανιώνεις. Τραβιέσαι πάλι πίσω και ψάχνεις τρόπους για να ανοίξεις μια κουβέντα που για ακόμα μια φορά δεν θα καταλήξει πουθενά. Έχουμε μιλήσει για τον καιρό και πως περάσαμε το σαββατοκύριακο, για τη γάτα μου που την πήγα στον κτηνίατρο και για τον αδερφό σου που το χειμώνα θα πάει στη Γαλλία για μεταπτυχιακό. Δεν έχουμε άραγε τίποτα άλλο να πούμε;

Πετάς το τσιγάρο και το σβήνεις με το πόδι σου στο πλακόστρωτο. Στη μέση της πλατείας αισθάνομαι εκτεθειμένη και μόνη κι ας είσαι μαζί μου. Όχι σαν τα παιδιά που φιλιούνται στα σκοτάδια. Τελικά αυτά είναι πολύ πιο γενναία από μας.

Με ξαφνιάζεις τραβώντας με από το χέρι.

«Που πάμε;»

Δεν απαντάς. Σαν να μην με ακούς. Σαν να μην υπάρχω. Μπαίνουμε σε κάτι στενά και χάνω την αίσθηση του χώρου. Έχω αποπροσανατολιστεί τελείως. Είμαι χαμένη μαζί σου. Σταματάμε μπροστά σε μια πράσινη αλουμινένια πόρτα και σε κοιτάζω, καθώς βγάζεις από την τσέπη σου ένα μάτσο κλειδιά. Αρπάζεις ένα και ξεκλειδώνεις την πόρτα βιαστικά.

Μου κάνεις χώρο να περάσω κι εγώ δεν μπορώ να αρνηθώ την πρόσκλησή σου. Να είναι άραγε πρόσκληση ή μήπως πρόκληση; Δεν ανάβεις το φως. Οι λάμπες του δρόμου φωτίζουν ελάχιστα το εσωτερικό του σπιτιού και μπορώ να διακρίνω έναν καναπέ, μια πολυθρόνα κι ένα μικρό τραπεζάκι σχεδόν μπροστά στα πόδια μου. Μετά από λίγα λεπτά τα μάτια μου συνηθίζουν στο σκοτάδι και μπορώ πια να δω καθαρά το κράνος και το δερμάτινο μπουφάν σου ριγμένα πάνω στον καναπέ.

Κάθεσαι σιωπηλός σε μια καρέκλα και ανάβεις τσιγάρο. Ακόμα ένα.

«Γιατί ήρθαμε εδώ;» 

Δεν αντέχω να μη σε ρωτήσω, αλλά την ίδια στιγμή δεν ξέρω και αν θα αντέξω την απάντησή σου. 

«Εδώ και τώρα. Χωρίς αύριο, χωρίς χτες. Μόνο μια νύχτα. Αυτό μπορώ να σου δώσω. Μακάρι να είχα περισσότερα, αλλά δεν έχω... Καταλαβαίνεις, έτσι; Δεν έχω περισσότερα».

Θέλω να σου πω «όχι, δεν καταλαβαίνω». Θέλω να ανοίξω την πόρτα, να αρχίσω να τρέχω και να χαθώ στα ηλίθια στενά. Αλλά το άρωμά σου... Εδώ, τώρα, μπορώ να σε έχω για μια ολόκληρη νύχτα μόνο δικό μου. Αφήνεις το τσιγάρο στο τασάκι και σηκώνεσαι. Με παίρνεις αγκαλιά και αρχίζεις τα φιλιά. Τότε είναι που καταλαβαίνω. Είσαι η δική μου εξάρτηση. Το δικό μου τσιγάρο. Δεν μπορώ να σε αρνηθώ και να σε χλευάσω. Να σε κόψω ή να σε αντικαταστήσω. Κι ας με σκοτώνεις. Κι ας το γνωρίζω.

Πέφτουν τα ρούχα στο πάτωμα και πια λίγο με νοιάζει που θα φύγεις. Που δεν ανήκεις εδώ. Σ’ αγαπάω και δεν χρειάζομαι δικαιολογίες. Ούτε απέναντι στους άλλους, ούτε απέναντι στον εαυτό μου. Νιώθω τα χέρια σου πάνω στο γυμνό μου δέρμα και ξέρω πως ήρθε πια η στιγμή να σου παραδώσω τον έλεγχο και τα αγγίγματά μου. Ακούω μόνο ανάσες. Δικές σου και δικές μου.
Γεμίζει το δωμάτιο με το πάθος και την ανάγκη που δεν την νικούν οι ενδοιασμοί, ούτε τα πρέπει, ούτε οι απουσίες, ούτε ο λίγος χρόνος. Γεμίζει το δωμάτιο από σένα κι από μένα. Και δεν ξέρω αν αυτό που βλέπω στα μάτια σου είναι απόγνωση, αγάπη ή ενοχή. Μπορεί να είναι και τα τρία. Ίσως, στα ενοχικά σου ταξίδια, να μ’ αγαπάς κι εσύ απεγνωσμένα. Μαζί μου φεύγεις, μαζί μου έρχεσαι, μαζί μου τελειώνεις. Μαζί, όπως την πρώτη φορά, για τελευταία φορά.
Με κρατάς αγκαλιά και κοιμάσαι μαζί μου. Έλειπες καιρό από το κρεβάτι μου και τώρα που ήρθες βιάζεσαι πάλι να φύγεις. Δεν θέλω να σκέφτομαι άλλο. Όχι τώρα. Αύριο θα έχω αρκετό χρόνο γι’ αυτό. Τώρα θέλω να σε κρατήσω δίπλα μου με όλες μου τις αισθήσεις. Να μάθω το κορμί σου ξανά από την αρχή μέσα σ’ ένα βράδυ. Να θυμάμαι τη γεύση σου όταν φιλάς, το άρωμά σου όταν ξυπνάς, τη φωνή σου όταν ψιθυρίζεις και μουρμουράς δίπλα στο αυτί μου και την εικόνα σου όταν γέρνεις στο μαξιλάρι για να κοιμηθείς. Να νομίζω πως τα πράγματα είναι διαφορετικά, ακόμα κι αν είναι ψέματα.

Ανοίγω τα μάτια μου και σε βλέπω καθισμένο στο κρεβάτι. Έχεις ήδη ντυθεί και με κοιτάς. Δεν με αγγίζεις. Μόνο με κοιτάς.

«Είναι ώρα να φύγεις», μου λες.

Ανάβεις τσιγάρο όση ώρα εγώ μαζεύω τα ρούχα μου από το πάτωμα για να ετοιμαστώ. Σου κλέβω την τελευταία ρουφηξιά μ’ ένα φιλί πριν ανοίξω την πόρτα. Κι εσύ δε λες τίποτα. Μόνο με κοιτάς.

Είναι ακόμα κάποια πρωινά που ξυπνάω με τη γεύση απ’ το τσιγάρο στο στόμα μου.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις