Κλείτος Κύρου




Η εποχή των σπηλαίων


Ξαφνικά διαπιστώνεις πως απόμεινες μόνος
Απαριθμείς τους φίλους σου πόσοι πεθάναν
Πόσοι αποτραβηγμένοι στα σπίτια τους άλλοι
Χαμένοι στην καθημερινή τύρβη πιασμένοι
Στη μέγγενη σηκώνουν τα χέρια νιώθεις πια
Την ανάγκη να ξαναπροσφύγεις στην ποίηση
Που απαρνήθηκες πριν τόσα χρόνια να σε δονήσει
Πάλι το γνώριμο σπαρτάρισμα των λέξεων μέσα
Στο αίμα σου πριν ξεχυθούν για το παιχνίδι
Των συναρμολογήσεων τώρα που βρίσκεσαι
Πάνω κι έξω απ’ τα πάθη τώρα που οι πόλεις
Γίνονται κάθε μέρα όλο και πιο απάνθρωπες
Άγρια θηρία κυκλοφορούν στους δρόμους ο αέρας
Σάπιος τρέχεις κυνηγημένος για το σπίτι

Εκεί κλείνεις πόρτες κλείνεις παράθυρα κλείνεις
Τ’ αυτιά σου και το στόμα σου φοράς προβιά
Και στρώνεσαι όλη νύχτα στο παιχνίδι της μνήμης.

Το κίνητρο


Κάποτε θα ξανάρθω με μακριά μαλλιά μουσκεμένα από την οργή της θάλασσας με φωνή βροντερή που θα πάλλει στο διάστημα για να κατοικήσω και πάλι σ’ αυτή τη γη αλλά όχι σαν ποιητής

Κάποτε θα ξανάρθω δε θα νιώθω πως είμαι παρείσακτος και κατάσαρκα θα φορώ σχισμένα σύννεφα κι οσμές πυρωμένης βροχής για να επιζήσω από τ’ άγρια θηρία τους μαστροπούς και τα νήπια όνειρα

Και θα κάνω πέρα τους δισταγμούς και τις ικεσίες και τις λάγνες συσπάσεις που θα φράζουν τυχόν το δρόμο μου και θα χορεύω στο σκοπό των νέων παλικαριών κι όταν θα φτάνω σε σύναξη ανθρώπων

Να τος θα λεν αυτός που θα εκπορθήσει τα τείχη της ντροπής αυτός που έζησε στην εποχή των παθών και του λυρικού του λόγου αυτός που έρχεται τώρα να κηρύξει τη λατρεία του ήλιου

Και θα αναπνέουμε φως σ’ έναν κόσμο φωτεινό κι οι κύκλοι του έρωτα θα γυρίζουν αδιάκοπα μες στους ιριδισμούς τους και θα εξαργυρώνω το τίμημα της μοναξιάς που τόσο ακριβά την αγόραζα μέσα στο αλόγιστο πλήθος

Και θα ζήσω μια γήινη ζωή χαρισάμενη γλιστρώντας σε αγκαλιές γυναικών πότε στο χόρτο και πότε στην άμμο τραγουδώντας μεσ’ από τα στόματα των παιδιών μου ίδιο πτηνό σε σκιερά φυλλώματα κατά το δειλινό

Και θα ζω μέσα στον άνεμο και θα βάζω το αυτί μου στη γη για ν’ ακούω τους σφυγμούς της και θ’ ακούω μέσα της βαθιά ξεχασμένους νεκρούς να μιλούν μεταξύ τους

Και θα τρέχω στα ποτάμια και στα δάση και στο αίμα σας κι απελεύθερος θα βλέπω στα μεγάλα σας μάτια τον ουρανό κι όχι σαν ισόβιος αιχμάλωτος μέσα στα στεγανά της Ποίησης


Που έκανε τη ζωής μας τόσο εύθραυστη
Και σύντομη

Κι όμως μοναδική.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις