Τσέζαρε Παβέζε
Και τότε εμείς οι δειλοί
που αγαπούσμε τους ψιθύρους
της νύχτας, τα σπίτια,
τα μονοπάτια στο ποτάμι,
τα κόκκινα και βρώμικα φώτα
εκείνων των τόπων, την ήρεμη,
σιωπηλή θλίψη-
τραβήξαμε τα χέρια
από τη ζωντανή αλυσίδα
και σωπάσαμε, μα η καρδιά μας
σκίρτησε στο αίμα
και δεν υπήρχε πια ηδονή
δεν υπήρχε πια εγκατάλειψη
στο μονοπάτι στο ποτάμι-
όχι πια σκλάβοι, μάθαμε
πως είμαστε ζωντανοί και μονάχοι.
που αγαπούσμε τους ψιθύρους
της νύχτας, τα σπίτια,
τα μονοπάτια στο ποτάμι,
τα κόκκινα και βρώμικα φώτα
εκείνων των τόπων, την ήρεμη,
σιωπηλή θλίψη-
τραβήξαμε τα χέρια
από τη ζωντανή αλυσίδα
και σωπάσαμε, μα η καρδιά μας
σκίρτησε στο αίμα
και δεν υπήρχε πια ηδονή
δεν υπήρχε πια εγκατάλειψη
στο μονοπάτι στο ποτάμι-
όχι πια σκλάβοι, μάθαμε
πως είμαστε ζωντανοί και μονάχοι.
Σχόλια