Το Τραγούδι των Τραγουδιών του Σολωμόντα
Εκείνη:
Δικός μου ο αγαπημένος μου κι εγώ είμαι δική του,
στα κρίνα ανάμεσα βοσκάει το κοπάδι του.
Πριν φυσήξει η αύρα η πρωινή και φύγουν τα σκοτάδια,
γύρισε πίσω, αγαπημένε μου,
γίνε σαν το ζαρκάδι
σαν το μικρό ελαφόπουλο πάνω στου Βέρεθ τα βουνά.
Τις νύχτες στο κρεβάτι μου γύρευα κείνον που αγαπώ.
Τον γύρευα μα δεν τον βρήκα.
Θα σηκωθώ και θα γυρίσω όλη την πόλη
μέσα στους δρόμους, μέσα στις πλατείες,
και θα γυρέψω κείνον που αγαπώ.
Τον γύρεψα μα δεν τον βρήκα.
Με συναπάντησαν οι φύλακες που τριγυρνάνε μες στην πόλη.
«Είδατε τον αγαπημένο μου;», τους ρώτησα.
Μόλις τους είχα προσπεράσει και βρήκα κείνον που αγαπώ.
Τον άδραξα και δε θα τον αφήσω
ώσπου στης μάνας μου το σπίτι να τον φέρω,
στον κοιτώνα εκείνης που με γέννησε.
Σας εξορκίζω, κόρες τις Ιερουσαλήμ,
σ’ όσα ζαρκάδια κι ελαφίνες έχει ο κάμπος,
μην ταράξτε, μην αναστατώστε την αγάπη μας,
ώσπου μονάχη της να το θελήσει.
[…]
Εκείνη:
Εγώ κοιμόμουν , μα ξαγρύπνα μου η καρδιά.
Άκου, χτυπάει ο αγαπημένος μου και λέει:
Εκείνος:
«Καλή μου, άνοιξέ μου, κι αδερφή μου,
περιστεράκι μου και λατρευτή μου,
γιατί η δροσιά σκέπασε το κεφάλι μου
κι οι βραδινές σταλαγματιές νότισαν τα μαλλιά μου».
Εκείνη:
«Έβγαλα το χιτώνα μου, τώρα πρέπει να τον φορέσω.
Τα πόδια μου έπλυνα, τώρα ξανά πρέπει να λερωθούν».
Άπλωσε ο αγαπημένος μου το χέρι του
μες απ’ της θύρας μου τη χαραμάδα
κι αναταράχτηκαν τα σπλάχνα μου γι’ αυτόν.
Σηκώθηκα ν’ ανοίξω στον καλό μου
και σμύρνα στάλαζε απ΄ τα χέρια μου,
κι από τα δάχτυλά μου σμύρνα ρέουσα
στης κλειδωνιάς απάνω τη λαβή.
Άνοιξα στον αγαπημένο μου, μα ο καλός μου είχε φύγει.
Λαχτάρησα ν’ ακούσω τη λαλιά του.
Τον αναζήτησα και δεν τον βρήκα.
Του φώναξα κι αυτός δε μ’ αποκρίθηκε.
Με συναπάντησαν οι φύλακες
που τριγυρνούνε μες στην πόλη
με χτύπησαν, με πλήγωσαν,
μου βγάλανε το πέπλο μου
εκείνοι που στα τείχη είναι φρουροί.
Σας εξορκίζω, κόρες της Ιερουσαλήμ,
σ’ όσα ζαρκάδια κι ελαφίνες έχει ο κάμπος,
αν τον καλό μου βρείτε, να του πείτε
ότι πεθαίνω απ’ της αγάπης την πληγή.
Χορός Παρθένων:
Τι έχει τάχα ο καλός σου πιότερο από έναν άλλο αγαπημένο,
εσύ, μες στις γυναίκες η ομορφότερη;
Τι έχει τάχα ο καλός σου πιότερο από έναν άλλο αγαπημένο,
ώστε να μας ξορκίζεις με τον τρόπο αυτό;
[…]
Χορός Παρθένων:
Που πήγε ο αγαπημένος σου,
εσύ, μες στις γυναίκες η ομορφότερη;
Ποιον δρόμο πήρε ο αγαπημένος σου,
ώστε να τον γυρέψουμε μαζί σου;
Εκείνη:
Ο αγαπημένος μου κατέβηκε στον κήπο του,
στα ευωδιαστά παρτέρια,
για να βοσκήσει μες στους κήπους το κοπάδι του
και να μαζέψει κρίνα.
Του αγαπημένου μου είμαι εγώ
κι ο αγαπημένος μου δικός μου.
Στα κρίνα ανάμεσα βοσκάει το κοπάδι του.
[…]
Εκείνος:
Στον κήπο με τις καρυδιές κατέβηκα
να δω το χλόισμα της κοιλάδας,
να δω αν βλάστησε τα’ αμπέλι,
αν λουλουδίσαν οι ροδιές.
Εκείνη:
Δεν ξέρω πώς, μα τον εαυτό μου πια δεν τον κατέχω,
μ’ όλο που από ευγενική κατάγομαι γενιά.
Χορός Παρθένων:
Γύρισε γύρω γύρω
γύρισε, Σουλαμίτισσα
γύρισε να σε καμαρώσουμε!
Εκείνος:
Τι όμορφα που είναι τα βήματά σου
με τα σανδάλια σου αρχοντογεννημένη:
Είναι η καμπύλη των μηρών σου περιδέραιο
από τεχνίτη χέρια σμιλευμένο.
Ο κόλπος σου κρατήρας τορνευτός,
και το κρασί ευωδιαστό δεν του απολείπει.
Είναι η κοιλιά σου θημωνιά σταριού
φραγμένη ολόγυρα από κρίνα.
Τα στήθη σου τα δυο σαν δυο ελαφόπουλα, δίδυμα ζαρκαδάκια.
Ο τράχηλός σου πύργος από φίλντισι, τα μάτια σου σαν της Εσεβών τις στέρνες
κοντά στην πύλη Βαθ – Ραβίμ,
η μύτη σου σαν πύργος του Λιβάνου
αντίκρυ από τη Δαμασκό.
Η κεφαλή σου σαν τον Κάρμηλο υψώνεται
και τα χυτά μαλλιά σαν την πορφύρα,
κι ο βασιλιάς στα κύματα τους δέσμιος.
Τι όμορφη που είσαι και το θελκτική
μέσα στα χάδια, αγάπη μου:
Μοιάζει η κορμοστασιά σου με το φοίνικα,
τα στήθη σου τσαμπιά χουρμάδες.
Είπα: Θ’ ανέβω απά στο φοίνικα τα βάγια του να πιάσω
θα γίνουνε τα στήθη σου
σαν τα σταφύλια του αμπελιού
και της ανάσας σου η οσμή μοσκοβολιά από μήλα.
Το στόμα σου θα γίνει σαν το εξαίσιο το κρασί…
Εκείνη:
…Κρασί οπού κυλάει γλυκά
μόνο για τον αγαπημένο μου
και βρέχει του τα χείλη και τα δόντια.
Δική του είμαι εγώ του αγαπημένου μου
κι εκεινού η λαχτάρα είναι για μένα!
Έλα ας βγούμε στα χωράφια, αγαπημένε μου
ας την περάσουμε τη νύχτα στα χωριά,
κι ας πάμε ξημερώματα στ’ αμπέλια
να δούμε αν βλάστησαν τα κλήματα,
του σταφυλιού ο ανθός αν άνοιξε
αν λουλουδίσαν οι ροδιές.
Εκεί τον έρωτα νου θα σου δόσω.
Οι μανδραγόρες χύνουν το άρωμά τους
καρποί εξαίσιοι, νέοι και παλιοί,
μπροστά στη θύρα μας,
που τους έχω για σένα, αγαπημένε μου, φυλάξει.
[...]
Δικός μου ο αγαπημένος μου κι εγώ είμαι δική του,
στα κρίνα ανάμεσα βοσκάει το κοπάδι του.
Πριν φυσήξει η αύρα η πρωινή και φύγουν τα σκοτάδια,
γύρισε πίσω, αγαπημένε μου,
γίνε σαν το ζαρκάδι
σαν το μικρό ελαφόπουλο πάνω στου Βέρεθ τα βουνά.
Τις νύχτες στο κρεβάτι μου γύρευα κείνον που αγαπώ.
Τον γύρευα μα δεν τον βρήκα.
Θα σηκωθώ και θα γυρίσω όλη την πόλη
μέσα στους δρόμους, μέσα στις πλατείες,
και θα γυρέψω κείνον που αγαπώ.
Τον γύρεψα μα δεν τον βρήκα.
Με συναπάντησαν οι φύλακες που τριγυρνάνε μες στην πόλη.
«Είδατε τον αγαπημένο μου;», τους ρώτησα.
Μόλις τους είχα προσπεράσει και βρήκα κείνον που αγαπώ.
Τον άδραξα και δε θα τον αφήσω
ώσπου στης μάνας μου το σπίτι να τον φέρω,
στον κοιτώνα εκείνης που με γέννησε.
Σας εξορκίζω, κόρες τις Ιερουσαλήμ,
σ’ όσα ζαρκάδια κι ελαφίνες έχει ο κάμπος,
μην ταράξτε, μην αναστατώστε την αγάπη μας,
ώσπου μονάχη της να το θελήσει.
[…]
Εκείνη:
Εγώ κοιμόμουν , μα ξαγρύπνα μου η καρδιά.
Άκου, χτυπάει ο αγαπημένος μου και λέει:
Εκείνος:
«Καλή μου, άνοιξέ μου, κι αδερφή μου,
περιστεράκι μου και λατρευτή μου,
γιατί η δροσιά σκέπασε το κεφάλι μου
κι οι βραδινές σταλαγματιές νότισαν τα μαλλιά μου».
Εκείνη:
«Έβγαλα το χιτώνα μου, τώρα πρέπει να τον φορέσω.
Τα πόδια μου έπλυνα, τώρα ξανά πρέπει να λερωθούν».
Άπλωσε ο αγαπημένος μου το χέρι του
μες απ’ της θύρας μου τη χαραμάδα
κι αναταράχτηκαν τα σπλάχνα μου γι’ αυτόν.
Σηκώθηκα ν’ ανοίξω στον καλό μου
και σμύρνα στάλαζε απ΄ τα χέρια μου,
κι από τα δάχτυλά μου σμύρνα ρέουσα
στης κλειδωνιάς απάνω τη λαβή.
Άνοιξα στον αγαπημένο μου, μα ο καλός μου είχε φύγει.
Λαχτάρησα ν’ ακούσω τη λαλιά του.
Τον αναζήτησα και δεν τον βρήκα.
Του φώναξα κι αυτός δε μ’ αποκρίθηκε.
Με συναπάντησαν οι φύλακες
που τριγυρνούνε μες στην πόλη
με χτύπησαν, με πλήγωσαν,
μου βγάλανε το πέπλο μου
εκείνοι που στα τείχη είναι φρουροί.
Σας εξορκίζω, κόρες της Ιερουσαλήμ,
σ’ όσα ζαρκάδια κι ελαφίνες έχει ο κάμπος,
αν τον καλό μου βρείτε, να του πείτε
ότι πεθαίνω απ’ της αγάπης την πληγή.
Χορός Παρθένων:
Τι έχει τάχα ο καλός σου πιότερο από έναν άλλο αγαπημένο,
εσύ, μες στις γυναίκες η ομορφότερη;
Τι έχει τάχα ο καλός σου πιότερο από έναν άλλο αγαπημένο,
ώστε να μας ξορκίζεις με τον τρόπο αυτό;
[…]
Χορός Παρθένων:
Που πήγε ο αγαπημένος σου,
εσύ, μες στις γυναίκες η ομορφότερη;
Ποιον δρόμο πήρε ο αγαπημένος σου,
ώστε να τον γυρέψουμε μαζί σου;
Εκείνη:
Ο αγαπημένος μου κατέβηκε στον κήπο του,
στα ευωδιαστά παρτέρια,
για να βοσκήσει μες στους κήπους το κοπάδι του
και να μαζέψει κρίνα.
Του αγαπημένου μου είμαι εγώ
κι ο αγαπημένος μου δικός μου.
Στα κρίνα ανάμεσα βοσκάει το κοπάδι του.
[…]
Εκείνος:
Στον κήπο με τις καρυδιές κατέβηκα
να δω το χλόισμα της κοιλάδας,
να δω αν βλάστησε τα’ αμπέλι,
αν λουλουδίσαν οι ροδιές.
Εκείνη:
Δεν ξέρω πώς, μα τον εαυτό μου πια δεν τον κατέχω,
μ’ όλο που από ευγενική κατάγομαι γενιά.
Χορός Παρθένων:
Γύρισε γύρω γύρω
γύρισε, Σουλαμίτισσα
γύρισε να σε καμαρώσουμε!
Εκείνος:
Τι όμορφα που είναι τα βήματά σου
με τα σανδάλια σου αρχοντογεννημένη:
Είναι η καμπύλη των μηρών σου περιδέραιο
από τεχνίτη χέρια σμιλευμένο.
Ο κόλπος σου κρατήρας τορνευτός,
και το κρασί ευωδιαστό δεν του απολείπει.
Είναι η κοιλιά σου θημωνιά σταριού
φραγμένη ολόγυρα από κρίνα.
Τα στήθη σου τα δυο σαν δυο ελαφόπουλα, δίδυμα ζαρκαδάκια.
Ο τράχηλός σου πύργος από φίλντισι, τα μάτια σου σαν της Εσεβών τις στέρνες
κοντά στην πύλη Βαθ – Ραβίμ,
η μύτη σου σαν πύργος του Λιβάνου
αντίκρυ από τη Δαμασκό.
Η κεφαλή σου σαν τον Κάρμηλο υψώνεται
και τα χυτά μαλλιά σαν την πορφύρα,
κι ο βασιλιάς στα κύματα τους δέσμιος.
Τι όμορφη που είσαι και το θελκτική
μέσα στα χάδια, αγάπη μου:
Μοιάζει η κορμοστασιά σου με το φοίνικα,
τα στήθη σου τσαμπιά χουρμάδες.
Είπα: Θ’ ανέβω απά στο φοίνικα τα βάγια του να πιάσω
θα γίνουνε τα στήθη σου
σαν τα σταφύλια του αμπελιού
και της ανάσας σου η οσμή μοσκοβολιά από μήλα.
Το στόμα σου θα γίνει σαν το εξαίσιο το κρασί…
Εκείνη:
…Κρασί οπού κυλάει γλυκά
μόνο για τον αγαπημένο μου
και βρέχει του τα χείλη και τα δόντια.
Δική του είμαι εγώ του αγαπημένου μου
κι εκεινού η λαχτάρα είναι για μένα!
Έλα ας βγούμε στα χωράφια, αγαπημένε μου
ας την περάσουμε τη νύχτα στα χωριά,
κι ας πάμε ξημερώματα στ’ αμπέλια
να δούμε αν βλάστησαν τα κλήματα,
του σταφυλιού ο ανθός αν άνοιξε
αν λουλουδίσαν οι ροδιές.
Εκεί τον έρωτα νου θα σου δόσω.
Οι μανδραγόρες χύνουν το άρωμά τους
καρποί εξαίσιοι, νέοι και παλιοί,
μπροστά στη θύρα μας,
που τους έχω για σένα, αγαπημένε μου, φυλάξει.
[...]
Σχόλια