ΤΟΠΙΑ ΤΗΣ ΒΡΟΧΗΣ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ


ΤΟΠΙΑ ΤΗΣ ΒΡΟΧΗΣ

α’

Στο μαγαζί κόσμος πολύς.
Όρθιος έξω
με τυρόπιτα στο χέρι μου
ζεστή
απολαμβάνω τις μπουκιές μου.
Τα κομματάκια που πέφτουν
δε χάνονται˙ έρχονται
τα περιστέρια και ραμφίζουν
ό,τι το στόμα μου αφήνει.
Ύστερα διψάνε.
Τους δείχνω τις πιτσίλες
στη σέλα της μοτοσικλέτας
όμως εκείνα δε θέλουν να πιουν
σταγόνες που το στόμα μου
δεν έσταξε.

β’

Μια βροχοσταλίδα βρίσκει
στο ρόφημά μου στόχο.
Δεν την κατάλαβα απ’ τη γεύση
ούτε την είδα στο ποτήρι μου
να πέφτει. Όμως γνωρίζω
πότε πρόκειται να πιω
τον ουρανό. Το στόμα μου
στεγνώνει
και διψώ.

γ'

Το καλοκαίρι θα περάσει κορώνα γράμματα.
Μια μέρα του φθινοπώρου
θα μαζευτούμε οι καπνιστές στα καφενεία˙
θα κοιταχτούμε καλά
κι ύστερα θα βγούμε στη βροχή
να προστατεύσουμε
τα τσιγάρα που μας άναψαν
οι έρωτες.
Κι όπως θα γίνουμε ένα
με τις καύτρες του στήθους μας
θα καταλάβουν επιτέλους
του κόσμου όλου οι άκαπνοι
ποιο πάθος μας μοσχοβροντά
και ποιο μας αποτεφρώνει.

ΣΒΗΣΤΕ Τ’ ΟΝΟΜΑ ΜΟΥ

Εσύ, γυναίκα που γυμνώθηκες
μπροστά μου
για να φρίξει η μοναξιά μου
απ’ τη γύμνια σου…
σβήσε τ’ όνομά μου.
Εσύ, λουλούδι που μαράθηκες
στο χώμα μου
για να πενθήσει η πεταλούδα
το φορτίο της ψυχής μου…
σβήσε τ’ όνομά μου.
Εσύ, θάλασσα που ήπιες
το νερό μου
για να σκάει αλμυρή
η γλώσσα μου στο κύμα…
σβήσε τ’ όνομά μου.
Εσύ, πέτρα που ντύθηκες
τον ήλιο μου
για να τυφλώνει ισχυρή
η ουσία μου τον πόνο…
σβήσε τ’ όνομά μου.
Σβήστε τ’ όνομά μου
για να γράψετε ένα στίχο.
Ό,τι αγάπησα ήταν ποίηση
αλλιώς δε θα μπορούσα να το πω.


ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ ΠΟΙΗΤΗΣ

Με μολύβι και χαρτί γεννώ ποίημα
ό,τι άλλοι δείχνουν εξάμβλωμα.
Μικρό το κακό.
Εδώ με μολύβι και χαρτί
δείχνω ζωή
ό,τι οι περισσότεροι
θα ντρέπονταν να γεννήσουν
(γιατ’ είναι, βέβαια, ντροπή
να ζεις αμισθί
αναπαράγοντας γραπτώς
την ορφανή σου ανάγκη).
COPYRIGHT © ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Γ. ΜΟΥΖΑΚΗΣ

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις