Ερωτικά ποίηματα - Εουτζένιο Μοντάλε
Άνεμος στο μισοφέγγαρο
Εδιμβούργο
Η μεγάλη γέφυρα δεν οδηγούσε σ’ εσένα.
Μ’ ένα νεύμα, θα σ’ είχα φτάσει διαπλέοντας
και τους υπονόμους. Αλλά όμως οι δυνάμεις μου,
με τον ήλιο πάνω στα κρύσταλλα
των μπαλκονιών, κιόλας μ’ άφηναν.
Ο άνθρωπος που κήρυσσε στο καμπύλο δρόμο
με ρώτησε «Ξέρεις που είναι ο Θεός;» Το ‘ξερα
και του το ‘πα. Κούνησε το κεφάλι του. Χάθηκε
μέσα στον στρόβιλο που άρπαξε σπίτια κι ανθρώπους,
τα σήκωσε ψηλά, πάνω στην πίσσα.
Σαγήνη
Ω μείνε κλεισμένη κι ελεύθερη στα νησιά
της σκέψης σου και της δικής μου,
μες στην ανάλαφρη φλόγα που σε τυλίγει
και που δεν γνώριζα προτού
να συναντήσω την Διοτίμα, εκείνη που τόσο σου μοιάζει!
Μέσα της πάλλεται πιο δυνατά το ερωτικά τζιτζίκι
στην κερασιά του κήπου σου.
Τριγύρω ο κόσμος ξεθωριάζει, διάπυρη,
από την λάβα που οδηγεί στην Γαλιλαία
τον κοσμικό σου έρωτα, προσμένεις την στιγμή
να βρεις τον πέπλο που μια ημέρα
σ’ εμνήστευσε με τον Θεό σου.
Το Σπίτι των τελωνοφυλάκων
Δεν θυμάσαι το σπίτι των τελωνοφυλάκων
στο ύψωμα που κρέμεται επάνω απ’ τους βράχους:
έρημο σε περιμένει από την νύχτα αυτή
που πρόβαλε το σμήνος των λογισμών σου
και στάθηκε εκεί μέσα ανήσυχα.
Ο Λίβας χρόνια τώρα δέρνει τα αρχαία τείχη
το γέλιο σου δεν ηχεί πια χαρούμενο
η πυξίδα έχει τρελαθεί
και οι ζαριές πια δεν πετυχαίνουν
Δεν θυμάσαι, άλλες στιγμές αποσπούν
την μνήμη σου, το νήμα ξετυλίγεται.
Κρατώ ακόμη μια άκρη του, μα απομακρύνεται
το σπίτι και στην κορφή της στέγης η μαυρισμένη
ανεμοδούρα γυρίζει ανελέητα.
Κρατώ μιαν άκρη, μα μένεις μόνη
και δεν σε νιώθω ν΄ ανασαίνεις στο σκοτάδι.
Ω, χάνονται οι ορίζοντες και φέγγει
ανάρια η λάμψη του πετρελαιοφόρου!
Το πέρασμα που ‘ναι; (Πληθαίνει
το αντιμάμαλο και πάλι στην απόκρημνη ακτή…).
Δεν θυμάσαι το σπίτι εκείνης
της νύχτας μου. Δεν ξέρω ποιος φεύγει, ποιος μένει.
μτφ: Νίκος Αλιφέρης
Σχόλια