Luis Cernuda - Παραλλαγές πάνω σε ένα Μεξικάνικό Θέμα - Ποίηση του αισθησιακού χώρου και του κορμιού


ΑΝΘΟΠΟΩΛΕΣ






Οι προτεστάντες που καλύπτουν τον κόσμο με εργοστάσια και σ’ αυτά αναλώνουν τις ζωές τους (παραγωγικά, κατά πως φαίνεται), πόσο θα περιγελούσαν αυτούς τους ανθρώπους που καλλιεργούν μονάχα λίγα λουλούδια στο κομμάτι της γης τους. Όρθιοι ή ανακούρκουδα, στην άκρη του δρόμου, εκείνες τυλιγμένες με τις μαντίλες τους, εκείνοι σκεπασμένοι τα ψάθινα πλατιά σομπρέρο τους, ένα μπουκετάκι τριαντάφυλλα ή γαρίφαλα σε κάθε χέρι και άλλα για ρεζέρβα σε ντενεκεδάκια στο έδαφος, προσμένουν, προσμένουν πάντα.

Αραιά είναι τα αυτοκίνητα που περνούν, πιο αραιά μάλλον από τα απαραίτητα, ώστε καθένας από την ομάδα, υποθέτοντας ότι του αγοράζουν τα λουλούδια, να μπορεί να συγκεντρώσει ίσως μερικά καθημερινά ταπεινά νομίσματα. Όμως εκεί συνεχίζουν, μέρα τη μέρα, και όταν τελικά η ευκαιρία φτάνει, πλησιάζουν το αυτοκίνητο χωρίς ανταγωνισμό, στα χέρια τους η πεντάμορφη προσφορά, σχήμα, χρώμα, άρωμα, το μπουκετάκι.

Κάτω από το γείσο του σομπρέρο, σε ένα από αυτά τα δροσερά πρόσωπα, που μόλις έχουν πάψει να είναι παιδικά, τι ένταση έχει η ματιά. Τα χείλη σωπαίνουν, όμως πόσα πράγματα λένε τα μάτια, και τι ωραία που τα λένε. Θα καταλάβαιναν εκεί οι βιομηχανικοί προτεστάντες πως η φτώχεια μπορεί να είναι κλήση υπερήφανη και αδιάλλακτη; Πως υπάρχει κόσμος που γι’ αυτόν ούτε καν μπορεί να ειπωθεί ότι προτιμά να είναι από τους τελευταίους, γιατί μεταξύ τους δεν υπάρχουν έσχατοι μήτε πρώτοι;

Με το που αγοράσαμε τα λουλούδια, θέλαμε να τα αφήσουμε, μαζί μ τα νομίσματα, σε κείνα τα χέρια. Τα λεφτά, ως ελάχιστη ανακούφιση της ανάγκης, τα λουλούδια, ως ανεπαρκή φόρο στην αξιοπρέπεια της ζωής τους, στη χάρη των κορμιών τους, στην ευγλωττία των προσώπων τους. Γιατί η ομορφιά θρέφει, και χωρίς της, όπως και χωρίς ψωμί, μπορεί να τελειώσει ο άνθρωπος.


ΑΡΓΙΑ


Καθισμένος σ’ αυτή τη βεράντα, που η κάμαρά της φέρνει μπρος στα μάτια σου το περιστύλιο, προσπερνώντας τον επικλινή κήπο, προσπερνώντας το δρόμο που τον περιβάλλει, κοιτάζεις τον όρμο. Είναι νωρίς το πρωί και μόλις που αρχίζει η ζέστη. Έξω, πίσω από μια αψίδα πέφτει από ψηλά μια λυγερή φυλλωσιά σπαρμένη με κρεμεζί λουλούδια, που καλύπτει τον ορίζοντα και ταυτόχρονα σαν ανάλαφρος μπερντές τον κάνει διάφανο. Τι δέντρο είναι αυτό; Είναι ένα δέντρο τροπικό, που ποτέ σου δεν είχες ξαναδεί. (Θυμήσου να ρωτήσεις το όνομά του.)

Απόμακρος ψίθυρος φωνών τραβάει την προσοχή σου κάτω: αργοσαλεύοντας, μαύρα γυμνά κορμιά, άσπρα παντελόνια, ψάθινο καπέλο, κάποιοι άνθρωποι δουλεύουν στον δρόμο. Δουλεύουν; Εδώ η συνείδησή σου μοιάζει ξαφνικά να ξυπνά. Δουλειά; Σ’ αυτό το περιβάλλον όλα είναι μ ή φαίνονται να είναι, τόσο χαρισμένα που η ιδέα της δουλειάς αυτόματα έχει αποκλειστεί. Για να δούμε. Έφτασες χτες και φεύγεις αύριο. Αξίζει τον κόπο να ανακεφαλαιώσεις τώρα αυτή την αυθόρμητη λησμονιά της δουλειάς κι αυτό το αυθόρμητο ξύπνημά στη θύμησή της;

Για να δούμε. Ο κόσμος ο αισθησιακός, ο θαλασσινός, ο ηλιόλουστος όπου για λίγες ώρες πιστεύεις ότι ζεις, είναι υπαρκτός; Μήπως είναι ένα ανεκπλήρωτο όνειρο της νιότης σου, που ακόμη κυνηγάς στης ζωής το διάβα; Αλλά κι αν αυτός ο κόσμος ήταν υπαρκτός, θα ήταν πραγματικά δικός σου; Είναι ωραία να κάνεις έρωτα, να κολυμπάς, να λιάζεσαι, αλλά θα μπορούσες να ζήσεις έτσι τον υπόλοιπο καιρό; Ξέρω τι θα πεις, πως τούτος ο κόσμος, είτε είναι υπαρκτός είτε όχι, είναι αρκετός. Το να μην κάνεις τίποτα είναι για σένα αρκετή δραστηριότητα.

Αυτό το κλίμα, ανάμεσα στ’ άλλα του προτερήματα, έχει και το να δηλώνει με μεγάλη ενάργεια πόσο η ματαιότητα και η βαρεμάρα συντελούν στην υπερβολή της ανθρώπινης δραστηριότητας. Για να ζήσει κάνεις, είναι άραγε απαραίτητο να μοχθεί τόσο; Αν ο άνθρωπος ήταν ικανός να καθίσει στο δωμάτιό του ένα τέταρτο της ώρας… Όμως όχι: πρέπει να κάνει και τούτο, και κείνο, και το άλλο, και το παραπέρα. Στο μεταξύ ποιος μπαίνει στον κόπο να ζει; Να ζει για την ευχαρίστηση να είναι ζωντανός και τίποτε παραπάνω; Καλά λοιπόν, Άσε στην άκρη το παραμιλητό και σήκωσε τη ματιά γύρω σου.
Το να κοιτάς. Το να κοιτάς . Είναι αυτό αργία; Ποιος κοιτάζει τον κόσμο; Ποιος τον κοιτάζει με αφιλοκερδή ματιά; Ίσως ο ποιητής και κανείς άλλος. Σε άλλη περίσταση είπες πως η ποίηση είναι η λέξη. Και η ματιά; Δεν είναι η ματιά ποίηση; Που η φύση ευχαριστιέται να κρύβεται, και πρέπει να την ξαφνιάσουμε κοιτάζοντάς την σταθερά, παθιασμένα. Η ματιά είναι η μία φτερούγα, η λέξη είναι η άλλη φτερούγα του ανέφικτου πουλιού. Ματιά και λέξη τουλάχιστον κάνουν τον ποιητή. Να ποια δουλειά είναι η σχολή σου: ασχολία σου τα να κοιτάς και μετά ασχολία σου η απαντοχή του ερχομού της λέξης.
Σήκω τώρα και περπάτησε στο γιαλό. Δούλεψες κιόλας σχεδόν αρκετά τούτο το πρωινό στην αργία σου.


ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΚΑΙ Η ΦΩΝΗ






Αυτό που ο άνθρωπος είναι, αν κάτι είναι, στα μάτια και στη φωνή προβάλλει, τόσο που μπορούν να κερδίσουν αυτόν που τα βλέπει και τα ακούει. Ακόμα και του κορμιού του όμορφου, όσο όμορφο κι αν είναι, του λείπει κάτι: μια σπίθα από φως, μια ηχώ μουσική. Να καεί σε δυο μάτια, να χαθεί σε μια φωνή! Ποιος δεν το πόθησε ποτέ του;

*

Για πολλά χρόνια έζησες ανάμεσα σε κόσμο με μάτια σβησμένα και φωνή ανέκφραστη. Και δεν είναι πως κάποιο από αυτούς δεν ήτανε εντάξει, αλλά τα μάτια τους, κατά κανόναμ ήταν νερά στεκάμενα, και κατ’ εξαίρεση φεγγίτες. Υπήρχε κάτι μέσα τους; Αν υπήρχε, που όχι λίγες φορές το αμφισβήτησες,  ήταν πεθαμένο.

Και οι φωνές τους, ή μνησίκακες ή περιφρονητικές. Ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο άκρα, φασαρία, φασαρία, φασαρία. Τρέμουλο κανένα. Φωνές ακαλλιέργητες ήταν εκείνες (καλλιέργεια: κληρονομιά ανιδιοτελών φωνών), χωρίς χρωματισμό, χωρίς χάδι, φωνές για το εμπόριο ή για τη χρεία, και τίποτε παραπάνω.

*

Λίγες, ή καμιά, είναι οι ακαλλιέργητες φωνές εδώ: όσο ταπεινός κι αν είναι ο ομιλητής μιλά με λαλιά εκλεπτυσμένη. Μια ομιλία αλάνθαστη, μια γλώσσα κλασική, χωρίς κοινούς ιδιωματισμούς, ούτε λαϊκιστικούς τονισμούς. Και πως ηχούν αυτές οι φωνές, καθάριες, μεταξένιες, σαν το ψυχρό και αέρινο ψιθύρισμά του μεταξιού.

Αυτά τα μελαχρινά τα μάτια με το παρατεταμένο βλέμμα που αγγίζει και διαπερνά, μάτια που από μέσα τους προβάλλει η ψυχή, μάτια που από μόνα τους είναι η ψυχή. Στο πέρασμά τους, αιφνιδιαστικά, ανοίγουν και πέφτουν σαν καμένο λιόγερμα, αφήνοντας σ’ αυτόν που τα είδε μια ατέλειωτη αγαλλίαση, και μαζί της τον πόθο να τα δει ν’ ανοίγουν ξανά το πρωί.

*

Υπάρχουν μερικοί που χάνονται από απληστία και μερικοί που χάνονται από ματαιότητα, μερικοί που χάνονται από φιλοδοξία και μερικοί που χάνονται επειδή δεν θέλουν αν χαθούν, υπάρχουν μερικοί που χάνονται για ένα πλάσμα, και συ θα χανόσουνα για δυο μάτια και για μια φωνή. Θα μπορούσες να τα ακολουθήσεις μέχρι την κόλαση (αν δεν είσαι κιόλας στον πηγαιμό), για μια λέξη, μια ματιά, και πάλι θα σου φαινότανε μικρό το τίμημα.
μτφ: Αντώνης Κουτσουράδης

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις