Άντριου Μάρβελ - Στη σεμνότυφη ερωμένη του

         

                 [ 1681]

Ο κόσμος αν περίσσευε κι ο χρόνος ,
δε θα ‘ταν η σεμνότητά σου πόνος .
Τους τρόπους θα καθόμαστε να βρούμε
τον ερώτα τις ώρες να περνούμε .
Την όχθη εσύ θα έπιανες του Γάγγη ,
πετράδια να συλλέγεις στην ανάγκη ,
κι εγώ εδώ , στου Ύμβερου το ρέμα
θα γύρευα παράπονο και θέμα .
Να σε λατρεύω θ άρχιζα , γυναίκα ,
και πριν από το Νώε χρόνια δέκα ,
κι εσύ θα με απέρριπτες ωσότου
και ο Εβραίος κάνει το σταυρό του ,
και θ’ άπλωνε ο πόνος σαν τα βρύα ,
βραδύτερος κι απ’ αυτοκρατορία .
Χρόνια εκατό θα πήγαιναν χαλάλι
στα μάτια σου και στ’ όμορφο κεφάλι ,
διακόσια χρόνια για το κάθε στήθος ,
χιλιάδες στα υπόλοιπα, με ήθος .
Για κάθε μέλος θ’ άφηνα εποχή
για να φανεί στο τέλος κι η ψυχή .
Γιατί , Κυρά , αξίζεις τέτοια λύτρα
κι εγώ δεν αγαπώ με άλλη ρήτρα .


Μα πίσω μου ακούω συνεχώς
να σπεύδει ο ηνίοχος Καιρός ,
κι εμπρός μας πέρα βλέπω τους χειμώνες ,
ερημικά μεγέθη στους αιώνες .
Τα κάλλη σου στην πέτρινη σιωπή
τραγούδι μου δε θα ‘ρθει να σ’ τα πει ,
και τα σκουλήκια πια θα λάβουν γνώση
της παρθενιάς που εσύ δε θα ‘χεις δώσει ,
απ’ την ωραία σου τιμή να πλάσουν χώμα
και στάχτες απ’ του πόθου μου το σώμα .
Στον τάφο είναι ήσυχα κι ωραία ,
μα όχι , όπως μαθαίνω , για παρέα .


Τώρα , λοιπόν ,στα νιάτα σου και όσο
το δέρμα σου λαμπρύνει με τη δρόσο ,
της ήβης κι απ τους πόρους σου φεγγρίζει
η πρόθυμη ψυχή που σε φλογίζει ,
κι οι δυο μας ας γιορτάσουμε την ώρα
και σαν ερωτευμένα σαρκοβόρα
ας τα καταβροχθίσουμε τα χρόνια ,
να μη μας βρει στου Χρόνου τα σαγόνια
νωθρά παραδομένους στο μαράζι
η δύναμη που αργά μας μηρυκάζει .
Το σθένος μας και όλη η γλυκάδα
σαν σφαίρα να κυλήσουμε , στιβάδα
η ηδονή να γίνει και να σπάσει
τα σίδερα του βίου , να περάσει .
Κι αν δεν μπορεί τον ήλιο μας να δούμε
ασάλευτο , μαζί του ας παραβγούμε .


Μετάφραση Διονύσης Καψάλης



Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις