Λεόν - Πωλ Φαργκ - Ποιήματα


Ποίημα

Τόσο πολύ έχω ονειρευτεί, τόσο που πια δεν είμαι

από τον κόσμο αυτό.
Μη με ρωτάτε, μη με βασανίζετε.
Στο Γολγοθά μου μη με συνοδεύετε.

Να εξηγήσω τις διαταγές μου απαγορεύεται.

Δεν έχω καν δικαίωμα να τις συλλογιστώ.
Είναι καιρός, πολύς καιρός, όπου σηκώνομαι και ξεκινάω.

Επήρε άδεια απ’ το θάνατο, και φτάνει.

Στου δρόμου τη στροφή που φέρνει προς τη νύχτα, τον
προσμένω.
Η θάλασσα από τα στερνά της δώματα τραβιέται.
Διψάει μέσα στα σκότη η πρώτη λάμπα.

Βήματα στο λιθόστρωτο. Μπροστά πάει η σκιά του

και πέφτει απάνω μου, με το κεφάλι στην καρδιά μου.
Εκεί ’ναι.

Πάντοτε με το στρογγυλό καπέλο του, πάντοτε με τη σάκα

του στο χέρι,
όπως τη μέρα που ξανάρθε από την Ιταλία.
Τα μάτια του δε βλέπω. Δε μιλάει.

Κυλάω ως αυτόν σαν πέτρα σκοτεινή.

Τον ίσκιο του να προσπεράσω δε μπορώ.

Είσαι καλά; Τόσον καιρό τι γίνηκες;


Γιατί δεν ήρθες;
Όλες τις μέρες κοίταζα και συ δεν εφαινόσουν!

Δε λέει τίποτε γι’ αυτά.

Μα όλα τού λεν: θυμήσου.

Η νύχτα απάνω του ξανάκλεισε.



Ο σιδηροδρομικός σταθμός 

Σταθμέ του πόνου γύρισα μέσα στους δρόμους σου όλους ...

Πόλη χoλής , μαύρα όργανα κάτω από την αψίδα ,
όπου τα θεία παιχνίδια μισανοίγουν να μας δούνε ...
Σκοτεινό βραδινό σκολειο όπου τα παιδιά μαθαίνουν 
το σφάλμα του φιλήματος και τ΄ αποχωρισμού ,
χρόνια και χρόνια πέρασαν που έμαθα να προσέχω 
το φράγμα σου να δέρνεται στης πόρτας μου το πλάι ...
Στον καπνισμένον άτλαντα , στη γυάλινη καμπύλη , 
ανάμεσα στ' αδέρφια μου το φανό μου οδηγούσα .
Το βραδινό ρυμούλκημα καταπιάνουνταν ίσκιοι .
Τρέχαν προς το λαγούμι τους ο πήχης κι η κορδέλα .
Οι άνθρωποι τυλίγουνταν γύρω από ένα κουβάρι .
Το μαγαζί, με το σπασμένο του τ΄ αυτί τ΄ αμόνι ,
το σιδεράδικο  με το στερνό ρουθούνισμά του 
ο καφενές που μύριζε γλυκό πιοτό και χώμα 
σ' ενα βιβλίο ζωγραφιστό σιγανοκοκκινιζαν 
και βρίσκανε στην εκκλησιά τη θέση τους με τάξη. 
Ενα τραμβάι τράνταζε τις φυλλωσιές χτυπώντας 
τα νυσταγμενα χάμουρα στου δρόμου τις λακούβες .
Τη βάρκα και το λύχνο του ο ιππόκαμπος κυλούσε
σε σιδερένια δόκανα και σε κλειδιά χαμένα . 
Εκεί ένας τοίχος ήτανε ρημάδι από δοκάρια 
μ' ενα φανάρι ανήμπορο γεμάτο πιτσιλάδες . 
Και γύρω βρυάζαν θλιβερά των δέντρων τα μαμούνια 
μες στις χαμένες τις ματιές που άστραβε ξάφνω η ζέστη .
Η μυρωδιά μιας γειτονιάς που τηγανίζαν ξίγκια 
αδέξια τα κοράκια της στον ουρανό απολούσε .
Μια λάμπα σιγοκάπνιζε στο βραδινό εργαστήρι 
και βούιζε ένας αυλόγυρος μες στη μελόπιτά του 
Κάπου ένα τζάμι χτύπαγε σαν το μικρό τετράδιο 
πάνω στο μαυροπίνακα όπου ο δάσκαλος ο γέρος 
αράδιαζε και μάζευε σιγά σιγά τ' αστέρια . 
Γυναίκες ξεπετάγουνταν καθώς ορμά η αράχνη 
όταν διαβάτης πάταγε στης αραχνιάς την άκρη .

...........................................................................


Σχόλια

Ο χρήστης Ανώνυμος είπε…
Καταπληκτικο....
Ο χρήστης ezra είπε…
χαίρομαι που σου άρεσε!
Ανέβασα άλλο ένα ποίημα του σε μετάφραση του Σεφέρη

Δημοφιλείς αναρτήσεις