ΑΛΜΠΕΡ ΣΑΜΑΙΝ - ΠΥΡΓΟΣ



Επειδή τα δώδεκά μου ολόχρυσα παλάτια δε με φτάναν – κι είχ’ η
βασιλικιά καρδιά μου απογοητευθεί απ’ την ημέρα – γι’
αυτό κι εγώ ανέβασα κάποια βραδιά τον πορφυρένιο μου
θρόνο – για παντοτινά, στην ψηλότερη κορφή του πιο
ψηλού μου πύργου.
Κι εκείθε, δεσπόζοντας τον άνθρωπο και τις πολύβουες πολιτείες
– μόνος ανάμεσα έζησα στον σιωπηλόν αιθέρα –
κοιτάζοντας, αδιάφορος, τα βασιλέματα, τις αυγές – να
καθρεφτίζουν τους ουρανούς των μέσα στο έρημο νερό
των ματιών μου.
Έζησα ωχρός, με την επιθυμία του θανάτου στα χείλη. Η γη κάτ’
απ’ τα πόδια μου μοιάζει σαν κουλουριασμένος σκύλος
που κοιμάται· τα χέρια μου πλέουν μες στ’ άστρα, μες στη
νύχτα.
Τίποτα δεν έτερψε τ’ ακίνητά μου χωρίς ανάπαψη μάτια, τίποτα
δεν εγέμισε την πάντα άδεια καρδιά μου, που ονειρεύεται
πάνω στην ακαταμέτρητη θάλασσα της ανίας μου.
Και τ’ άπειρο μ’ έφτιασε μια ψυχή όμοιά του.

Μετάφραση : Μήτσος Παπανικολάου

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις