Jean Moréas - ΑΣΤΡΟ ΛΑΜΠΡΟ



Άστρο λαμπρό, Φοίβη, με τις ολάνοιχτες φτερούγες,
ω φλόγα εσύ νυχτερινή που όλο κι αλλάζεις σχήμα,
τα μαύρα δάση φώτισε, τις έρημες τις ρούγες,
που πλάνητας ο φίλος μου φέρνει τ’ αβρό το βήμα!
Μες στις κισσόφραχτες σπηλιές όπου οι μάισσες βγαίνουν
στο βράχο τον απόκρημνο που οι γίδες ανεβαίνουν,
πάνω στ’ ακύμαντα νερά της λίμνης, μες στο βάλτο,
στις όχθες τους, όπου θρηνούν οι καλαμιές, στο σμάλτο,
μέσα στης κρύας νεροσυρμής το κρύσταλλο που σπάει,
παντού, τη μελαγχολική λαμπράδα σου αγαπάει!


Η ανομία κι ο θάνατος τους συνετούς δε σκιάζει·
και το πικρότερο κακό στης λογικής τα μάτια
με τ’ αγεράκι που φυσάει μες απ’ τα ξάρτια μοιάζει
του πλοίου που λικνίζεται στης θάλασσας τα πλάτια·
κι ο φίλος μου ξέρει καλά πως η δροσιά, το χρώμα
δεν στεφανώνουν πάντοτε τα δέντρα, πως ακόμα
περνούν τα ωχρά φθινόπωρα· πως η χαρά αν μας λείψει,
μας απομένει η ανάμνηση γλυκιά και πως η θλίψη
είναι κι εκείνη ανθρώπινη και κάποτε θα φύγει.
Τον πιο περήφανο σκοπό, την πιο βαθιά μας σκέψη
στη ρόκα η Μοίρα ακούραστη κλώθοντας τα τυλίγει,
αράχνη που στα δίχτυα της τη μύγα έχει μπερδέψει.
Ωιμένα, τάχα ποιος μπορεί τη λαύρα να εμποδίσει
ξερά στους κήπους τα φτωχά λουλούδια να σκορπίσει
και της θλιμμένης χειμωνιάς την παγωμένη ανάσα
να κάνει αχνότρεμη χλομή του ήλιου τη λάμψη πάσα;


Να φεύγει κάτω απ’ τις μυρτιές κι από τα ρόδα γύρω
μιας ομορφιάς ανάερο και φτερωτό το μύρο,
ή πάνω απ’ τα κεφάλια μας, πιο γρήγορος ακόμα
σκληρός ο Χρόνος να περνάει, αλλάζοντας τους χρώμα;

Από τα πρώτα νιάτα του, Φοίβη γλυκιά, Κυνθία,
ο φίλος μου ερωτεύτηκε τη λάμψη σου τη θεία.
Τον κύκλο σου κοιτάζοντας ν’ αλλάζει τις μορφές του
έγραψε, κάτω απ’ τ’ όμορφο το φως σου, τις στροφές του.
Νίσσα και Σκύρο κι Ερυσσό, πράσινη Κυδωνία,
Τμώλο, μεγάλη Επίδαυρο κι Ιωλκό αμμοστρωμένη,
αφήνοντας ο φίλος μου τιμούσε με λατρεία
του Λάτμου εκείνη την κορφή πού ’γινες ερωμένη!

Κι αφού ο βαθύτερος καημός κι η έγνοια η πιο θλιμμένη
δεν τον αφήνουνε στιγμή, θεά του αγαπημένη,
εσύ κι ώς τη φροντίδα του που στην ψυχή του κλείνει
μάκρυνε την αστραφτερή της όψης σου γαλήνη.
Τότε η φλογέρα του με τους αγροτικούς αχούς της
θα τραγουδήσει θαρρετά τους παλαιούς ρυθμούς της
των κιθαρών των ποιητών, της λύρας των πατέρων
που τις ματιές γοήτευαν τεράτων και Κερβέρων.
Γιατί και την προφητική του Απόλλωνα μανία
που κάνει όλο το φύλλωμα να σείει τα κλαδιά του
κανείς θνητός δεν ένιωσε πιο δυνατά, πιο θεία,
όπως ο φίλος μου ο γλυκός την κλείνει στην καρδιά του.


Μετάφραση : Μήτσος Παπανικολάου 


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις