Νικηφόρος Βρεττάκος - Ποιήματα
Η ανθρώπινη παρουσία
Σ’ έχουν εκπέμψει όλα τα πράγματα.
Σ’ έστειλε ο κόσμος. Είσαι ένα πρόβλημα
φωτισμένο’ ένα πρόσωπο που έχει
μυριάδες πτυχές, παράλληλους, κέντρα,
γραμμές –
Είσαι ο χάρτης μου.
Το χέρι σου είναι και το χέρι του Νέγρου.
Και το χέρι του Ιησού. Και το χέρι της μάνας μου.
Και του εχθρού μου το χέρι. Το φως του προσώπου σου είναι
Και το φως του ηλίου. Τα μάτια σου είναι
όλα τα μάτια. Είναι ο διαβήτης
του απείρου τα πόδια σου.
Είσαι μια σφαίρα, μ’ εφτά
καμπυλόγραμμα ουράνια συστήματα, που
τη γυρίζω
κοιτάζω
διαβάζω και γράφω με μικρές αστραπές
το τραγούδι του κόσμου.
Το βάθος της σταγόνας
Οι αριθμοί μου εξαντλήθηκαν μετρώντας το βάθος
της σταγόνας που στάλαξε πάνω απ’ το φύλλο
του δέντρου στο χέρι μου. Ξανάρχισα πάλι
και πάλι εξαντλήθηκαν.
Κύριε,
που τελειώνει το φως;
Που τελειώνει η αγάπη;
Που τελειώνουν τα χρώματα;
Το βάρος των πραγμάτων
Όταν εσύ δεν θάσουν μαζί μου
κάθε στέγη θα μούπεφτε τότε μεγάλη.
Μια σταγόνα νερού, ένα φύλλο, μι’ αχτίδα
που κρέμασε ο ήλιος στο ένα μου δάχτυλο,
τι να τα κάμω; Για τόσο μεγάλα
πράγματα μόνος μου δεν είμαι άξιος.
Είναι οι δρόμοι στενοί, δεν χωρώ να περάσω,
τρικλίζω απ’ το βάρος. Πάνω στον ώμο
μεταφέρω ένα άσπρο
άνθος στον άνθρωπο
Το παιδί με τα σπίρτα
Το παιδί της μεγάλωσε. Έκλεισε σήμερα
τα έξη του χρόνια. Το χτένισε όμορφα.
Δε θάχει πια ανάγκη. Περνά και το βλέπει.
Στη γωνιά της πλατείας στέκει σαν άντρας.
Απ’ τα πέντε κουτιά τα σπίρτα έχει κιόλας
πουλήσει τα τέσσερα. – Παίζει ο χειμώνας
στα δέκα του δάχτυλα. Έγινε νύχτα.
Κοιτάζει η μητέρα του δεξιά της, ζερβά της,
απάνω και κάτω. Σκοτάδι:
«Ας μπορούσεν ανάβοντας το παιδί μου ένα σπίρτο
να φωτίσει τον κόσμο.
Το τελευταίο όνειρο
Κατεβαίνουμε τάχα πάνω απ’ το λόφο.
Τ’ αμάξι κυλούσε. Κι απάνω του οι δυό μας.
Οι τέσσερις ρόδες του, τέσσερα όνειρα, κόκκινα
γαλάζια και κίτρινα. Κι εσύ στην αγκάλη σου,
κρατούσες μια δέσμη ουρανού, που μου σκέπαζε
το πρόσωπο πλάι σου.
Σχόλια