Βοκάκιος – Δεκαήμερο (μέρος 1ο)
Ξυλογραφία από την έκδοση του 1492 |
Πέμπτη Ημέρα – IV Το κλουβί του αηδονιού
Η Ελίζα σώπασε ανάμεσα στις εγκωμιαστικές εκδηλώσεις της συντροφιάς, και η βασίλισσα πρόσταξε τον Φιλόστρατο να πάρει τον λόγο. Ο Φιλόστρατος, γελώντας, άρχισε να λέει:
Το γεγονός πως σας υποχρέωσα να χειριστείτε ένα ζοφερό θέμα, δημιούργησε τόσες έχθρες μεταξύ σας και άκουσα τόσες τσουχτερές παρατηρήσεις, που, για να αντισταθμίσω κάπως αυτές τις θλιβερές στιγμές, θεωρώ υποχρέωσή μου να σας διηγηθώ κάτι που να βάλει στο χείλια σας ένα χαμογελάκι: θα σας διηγηθώ λοιπόν μια πολύ σύντομη ερωτική ιστορία, που ύστερα από μερικές στιγμές θυμού και ντροπής, ανάκατης με φόβο, τελειώνει με γάμους και χαρές.
Δεν πάει πολύς καιρός, αξιότιμες κυρίες μου, που ζούσε στη Ρομανία ένας ιππότης πλούσιος κι από αρχοντική γενιά, ο μεσέρ Λίτσιο ντα Βαλμπόνα, που κοντά στα γερατειά του πια, του έδωσε μια κόρη η γυναίκα του, η ντόνα Τζακομίνα. Αυτή η κόρη, μεγαλώνοντας, έγινε η πιο χαριτωμένη και όμορφη κοπέλα του τόπου, κι όπως είχε μείνει μοναχοπαίδι, το αντρόγυνο την υπεραγαπούσε και την είχε μη στάξει και μη βρέξει, με την ελπίδα πως θα της βρισκόταν κάποιος σπουδαίος γαμπρός.
Στο σπίτι του μεσέρ Λίτσιο σύχναζε τακτικά, σαν δικός τους άνθρωπος, ένας νέος, ωραίος και δροσάτος, από την οικογένεια των Μανάρντι ντα Μπρετινόρο, που τον έλεγαν Ριτσιάρντο και που ο μεσέρ Λίτσιο και η γυναίκα του τον επέβλεπαν περισσότερο απ’ ό,τι θα επέβλεπαν ένα γιό τους. Μα ο Ριτσιάρντο πρόσεξε την ομορφιά της, τους γοητευτικούς τρόπους και τη χάρη της, κι όπως η κοπελίτσα ήταν σε ηλικία γάμου, την ερωτεύτηκε τρελά, μα έκανε ό,τι μπορούσε για να κρατήσει κρυφό τον έρωτά του. Η κοπέλα όμως το πήρε είδηση, δεν έκανε τίποτα για να τον αποθαρρύνει, και μάλιστα τον αγάπησε κι αυτή, προς μεγάλη χαρά του Ριτσιάρντο. Πολλές φορές ήταν στο νυν και αεί να της ξομολογηθεί τον έρωτά του, μα όλο δίσταζε και σώπαινε. Μια μέρα, ωστόσο, μάζεψε όλο το θάρρος και της είπε:
«Κατερίνα, σε ικετεύω, μη με κάνεις να πεθάνω από αγάπη».
Κι εκείνη του αποκρίθηκε αμέσως:
«Ο Θεός να δώσει να μη με κάνεις εσύ να πεθάνω».
Αυτή η χαριτωμένη απάντηση ενθάρρυνε πολύ τον Ριτσιάρντο, που της είπε:
«Τίποτα δεν υπάρχει που να μην το κάνω για το χατίρι σου, μα είναι στο χέρι σου να βρεις τον τρόπο για να σώσεις τη ζωή σου και τη δική μου».
«Ριτσιάρντο» του λέει τότε, «βλέπεις πόσο με επιτηρούν. Με τις δικές μου δυνατότητες, δε βλέπω με ποιο μέσον θα μπορούσες να ‘ρθεις στην κάμαρά μου. Αν βρεις όμως κάποιο τρόπο ν’ ανταμώσουμε δίχως να χάσω την υπόληψή μου, πες μου τον, και θα συμμορφωθώ».
Ο Ριτσιάρντο , που στριφογύριζε πολλά σχέδια στο νου του, είπε ξαφνικά:
«Γλυκιά μου αγάπη, έναν τρόπο βλέπω μονάχα: θα χρειαστεί να κοιμάσαι ή, τουλάχιστον, ν’ ανεβαίνεις στην ταράτσα που είναι προς το μέρος του κήπου. Όταν θα ξέρω πως θα ‘σαι εκεί, θα τα καταφέρω να σκαρφαλώσω, όσο ψηλά κι αν είναι».
«Αν έχεις το θάρρος να σκαρφαλώσεις, νομίζω πως θα βρω τον τρόπο να κοιμάμαι εκεί πάνω».
Ο Ριτσιάρντο της το επιβεβαίωσε. Τότε, φιλήθηκαν μονάχα μια φορά στα κλεφτά και χώρισαν.
Την κατοπινή μέρα – πλησίαζε κιόλας να τελειώσει ο Μάης – η Κατερίνα άρχισε να παραπονιέται στην μητέρα της πως την περασμένη νύχτα η ζέστη δεν την είχε αφήσει να κοιμηθεί.
«Κόρη μου» είπε αυτή, «για ποια ζέστη μου μιλάς; Δεν κάνει καθόλου ζέστη».
«Μητέρα» αποκρίθηκε η Κατερίνα, «θα ‘πρεπε να ‘χετε προσθέσει: όπως μου φαίνεται. Και τότε θα ‘χατε δίκαιο. Γιατί πρέπει να σκεφτείτε πως οι κοπέλες ζεσταίνονται πιο εύκολα από τις ηλικιωμένες».
Κόρη μου, αυτό είναι αλήθεια. Μα δεν μπορώ να κανονίσω τη ζέστη και το κρύο κατά το κέφι μου, όπως φαίνεται να θέλεις. Πρέπει να υπομένεις τη θερμοκρασία της κάθε εποχής. Ίσως απόψε να κάνει πιο δροσιά και να κοιμηθείς καλύτερα».
«Ο Θεός να δώσει!» είπε η Κατερίνα. «Μα οι νύχτες δε συνηθίζουν να δροσίζουν όσο πάμε προς το καλοκαίρι».
«Και λοιπόν, τι θέλεις να κάνω;»
«Αν είχα την άδεια του πατέρα μου και τη δική σας, θα ‘λεγα να μου βάλουν ένα κρεβατάκι στην ταράτσα που είναι πλάι στην κάμαρα του πατέρα μου, προς το μέρος του κήπου. Εκεί θα κοιμόμουν και θ’ άκουγα να κελαηδάει το αηδόνι Θα ‘ταν πιο δροσιά και θα κοιμόμουν καλύτερα απ’ ό,τι μέσα στην κάμαρά σας».
«Ησύχασε, κόρη μου» είπε η μητέρα της. «Θα μιλήσω του πατέρα σου και θα κάνουμε ό,τι πει εκείνος».
Σαν έμαθε την επιθυμία της κόρης του από τη γυναίκα του, ο μεσέρ Λίτσιο, που εξαιτίας της ηλικίας ήταν λιγάκι παράξενος, γκρίνιαξε:
«Τι είναι πάλι αυτή η ιστορία με το αηδόνι, που της χρειάζεται να το ακούει για να κοιμηθεί; Εγώ θα την κάνω να κοιμάται το απομεσήμερο με το τραγούδι του τζίτζικα».
Σαν το ‘μαθε η Κατερίνα, δεν έκλεισε μάτι όλη νύχτα – περισσότερο απ’ τη φούρκα της, παρά εξαιτίας της ζέστης – και το χειρότερο, δεν άφησε ούτε τη μητέρα της να κοιμηθεί, απ’ το παράπονό της πως πήγαινε να σκάσει. Η μητέρα της, που την άκουγε όλη νύχτα, πήγε το πρωί στον μεσέρ Λίτσιο και του είπε:
«Μεσέρ, δεν την αγαπάτε όσο πρέπει την κόρη σας. Τι σαν πειράζει να κοιμάται στην ταράτσα; Όλη νύχτα στριφογύριζε στο κρεβάτι της – τόσο πολύ ζεσταινόταν. Κι έπειτα, γιατί σας φαίνεται παράξενο πως της αρέσει ν’ ακούει το αηδόνι; Είναι νεαρούλα. Τους νέους τους τραβάει ό,τι του μοιάζει».
«Καλά, λοιπό:» είπε ο μεσέρ Λίτσιο. «Ας της βολέψουμε ένα κρεβάτι εκεί πάνω, ας βάλουν μια κουρτίνα ολόγυρα, κι ας ακούει όσο θέλει το αηδόνι να κελαηδάει».
Σαν έμαθε την πατρική απόφαση, η Κατερίνα έβαλε να στήσουν βιαστικά ένα κρεβάτι, κι όπως θα κοιμόταν εκεί την ίδια νύχτα, περίμενε να δει τον Ριτσιάρντο, και του ‘κανε το συμφωνημένο νόημα για να του δώσει να καταλάβει πως έπρεπε να ετοιμαστεί.
Ο μεσέρ Λίτσιο, σαν είδε πως η κόρη του πήγε να κοιμηθεί, έκλεισε την πόρτα της κάμαράς του που έβγαζε στην ταράτσα, και πλάγιασε κι ο ίδιος. Ο Ριτσιάρντο, βλέποντας πως παντού βασίλευε ησυχία, ανέβηκε στον τοίχο με μια σκάλα, και από κει, χρησιμοποιώντας τις πέτρινες προεξοχές άλλου τοίχου, με μεγάλο κόπο και με κίνδυνο να γκρεμοτσακιστεί, έφτασε στην ταράτσα. Η κοπέλα τον δέχτηκε δίχως να βγάλει μιλιά, αλλά με τη μεγαλύτερη χαρά, κι αφού αντάλλαξαν πολλά φιλιά, χώθηκαν στο κρεβάτι και πέρασαν ολόκληρη σχεδόν τη νύχτα παραδομένοι στην αμοιβαία ηδονή τους, κάνοντας πολλές φορές να κελαηδήσει το αηδόνι.
Η ηδονή τους ήταν μεγάλη, μα οι νύχτες μικρές. Πλησίαζε να ξημερώσει δίχως να το πάρουν είδηση, κι όπως είχαν ζεσταθεί από τα κουνήματα και τα γλυκά τους αγκαλιάσματα – ήταν κι ο καιρός ζεστός – αποκοιμήθηκαν ξεσκέπαστοι, με την Κατερίνα να ‘χει περασμένο το δεξί της μπράτσο κάτω απ’ το λαιμό του Ριτσιάρντο, και με ο ζερβό της χέρι να κρατάει σφιχτά εκείνο το πραγματάκι που ντρέπεστε, κυρίες μου, να ονοματίσετε μπροστά στους άντρες. Σ’ αυτή τη στάση τους βρήκε κοιμισμένους η μέρα, δίχως να τους ξυπνήσει.
Στο μεταξύ, σηκώθηκε ο μεσέρ Λίτσιο, θυμήθηκε πως η κόρη του είχε περάσει τη νύχτα στην ταράτσα, κι άνοιξε αθόρυβα την πόρτα... (συνεχίζεται)
μετάφραση: Κοσμάς Πολίτης
Σχόλια