Βοκάκιος – Δεκαήμερο (μέρος 2ο)
Φωτογραφία από το φιλμ Il Decameron του Πιερ Πάολο Παζολίνι - σκηνή από την ιστορία "Το κλουβί του αηδονιού" - 1971 |
Στο μεταξύ, σηκώθηκε ο μεσέρ Λίτσιο, θυμήθηκε πως η κόρη του είχε περάσει τη νύχτα στην ταράτσα, κι άνοιξε αθόρυβα την πόρτα, λέγοντας μέσα του: «Ας πάμε να δούμε πως κοιμήθηκε η Κατερίνα με το αηδόνι». Προχώρησε πατώντας στ’ ακροδάχτυλα, σήκωσε την κουρτίνα που έκρυβε το κρεβάτι, και είδε τον Ριτσιάρντο και την Κατερίνα, ολόγυμνους και ξεσκέπαστους, να ‘ ναι αγκαλιασμένοι με τον τρόπο που έχω περιγράψει. Αναγνώρισε αμέσως τον Ριτσιάρντο. Αποτραβήχτηκε, πήγε ολόισια στο δωμάτιο της γυναίκας του και της φώναξε:
«Γυναίκα, σήκω κι έλα να δεις. Η κορούλα σου ποθούσε τόσο πολύ το αηδόνι, που το ‘πιασε και το κρατάει στο χέρι».
«Πώς τα κατάφερε;»
«Θα το δεις μονάχη σου, αν κάνεις γρήγορα».
Η κυρά φόρεσε βιαστικά μια ρόμπα κι ακολούθησε αθόρυβα τον άντρα της. Όταν έφτασαν μαζί μπροστά στο κρεβάτι, ο μεσέρ Λίτσιο σήκωσε την κουρτίνα, και η ντόνα Τζακομίνα είδε ολοφάνερα πως η κορούλα της είχε πιάσει και κράταγε σφιχτά το αηδόνι που τόσο πολύ λαχταρούσε να ακούσει να κελαηδάει. Την πήρε ο θυμός γι’ αυτόν τον απατεώνα, τον Ριτσιάρντο, κι έκανε να βάλει τις φωνές και να τον βρίσει, μα ο μεσέρ Λίτσιο της είπε:
«Γυναίκα, αν μ’ αγαπάς, δε θα πεις λέξη. Μα την αλήθεια, αφού το ‘πιασε η μικρή, δικό της θα ‘ναι. Ο Ριτσιάρντο είναι από καλό σόι και πλούσιος. Δεν θα μπορούσαμε να βρούμε καλύτερον. Αν θέλει να βγει από δω δίχως στραπάτσο, πρέπει να παντρευτεί πρώτα την Κατερίνα. Έτσι, θα ‘χει βάλει το αηδόνι σε δικό του κλουβί κι όχι σε ξένο».
Αυτά τα λόγια παρηγόρησαν την κυρά. Έβλεπε πως ο άντρας της δεν ήταν και τόσο δυσαρεστημένος, σκέφτηκε πως, στο κάτω κάτω, η κόρη της είχε περάσει μια ευχάριστη νύχτα, είχε καλοκοιμηθεί και είχε πιάσει το αηδόνι, κι έτσι σώπασε κι αυτή.
Σε λίγο, άνοιξε τα μάτια του ο Ριτσιάρντο, και βλέποντας πως η μέρα ήταν προχωρημένη, θεώρησε τον εαυτό του χαμένο, ξύπνησε και την Κατερίνα και της είπε:
«Οϊμέ, ψυχή μου, τι θα κάνουμε; Ξημέρωσε και με βρήκε η μέρα».
Ο μεσέρ Λίτσιο άκουσε αυτά τα λόγια, προχώρησε, σήκωσε την κουρτίνα και αποκρίθηκε:
«Θα τα καταφέρουμε μια χαρά».
Βλέποντάς τον ο Ριτσιάρντο, ένιωσε σαν να του ξερίζωναν την καρδιά. Ανακάθισε στο κρεβάτι και είπε ταραγμένος:
«Αφέντη μου, συγχωρέστε με, για όνομα του Θεού! Παραδέχομαι πως φέρθηκα σαν προδότης και σαν παλιάνθρωπος, και πως μου αξίζει να θανατωθώ. Κάντε με ό,τι θέλετε, αλλά σας ικετεύω, λυπηθείτε με κι αφήστε με να ζήσω».
«Ριτσιάρντο» αποκρίθηκε ο μεσέρ Λίτσιο, «αυτό που έκανες, είναι ανάξιο της αγάπης και της εμπιστοσύνης που σου είχα. Αλλά μια κι έγινε, κι αφού τα νιάτα σ’ έκαναν να διαπράξεις ένα τέτοιο σφάλμα, αν θέλεις να γλιτώσεις τον θάνατο και να μη λεκιάσεις την τιμή μου, πάρε την Κατερίνα νόμιμη γυναίκα σου. Έγινε δική σου τη νύχτα που πέρασε, και θα ‘ναι δική σου σ’ όλη της τη ζωή. Έτσι θα ‘χεις την ησυχία σου από μένα και θα εξασφαλίσεις τη σωτηρία σου. Διαφορετικά, ετοιμάσου να πεθάνεις».
Η Κατερίνα, που στο διάστημα αυτής της συνομιλίας είχε παρατήσει το αηδόνι και είχε σκεπαστεί, ξέσπασε τώρα σε δυνατό κλάμα, παρακαλώντας τον πατέρα της να συγχωρέσει το Ριτσιάρντο, αλλά και τον Ριτσιάρντο να κάνει το θέλημα του μεσέρ Λίτσιο, κι έτσι να χαίρονται ανενόχλητοι και για πολύ καιρό νύχτες σαν την περασμένη. Αλλά δε χρειαζόταν τόσα παρακάλια: από τη μια η ντροπή του για το σφάλμα του και η θέληση να το επανορθώσει, κι από την άλλη ο φόβος του θανάτου και η επιθυμία του να γλιτώσει, χώρια ο φλογερός του έρωτας κι ο πόθος του να ‘χει δικιά του την αγαπημένη του άφοβα και δίχως χασομέρι – όλα αυτά τον έκαναν να δηλώσει πως δεχόταν την πρόταση του μεσέρ Λίτσιο. Ο μεσέρ Λίτσιο ζήτησε τότε από την ντόνα Τζακομίνα να του δανείσει ένα από τα δαχτυλίδια της, κι εκεί, επιτόπου, μπροστά στους γονείς ο Ριτσιάρντο παντρεύτηκε νόμιμα την Κατερίνα. Κι αφού τέλειωσαν όλα, ο μεσέρ Λίτσιο πήρε την γυναίκα του να φύγουν, λέγοντας:
«Και τώρα ξεκουραστείτε. Σαν να μου φαίνεται πως το ‘χετε περισσότερο ανάγκη απ’ το να σηκωθείτε».
Αφού έφυγαν οι γονείς, οι δυο ερωτευμένοι ξαναγκαλιάστηκαν, κι όπως στο διάστημα της νύχτας είχαν πάει το αγώι μονάχα έξι μίλια πέρα, το πήγαν άλλα δυο μίλια πριν να σηκωθούν, και μ’ αυτό έβαλαν τέλος στην πρώτη μέρα.
Όταν σηκώθηκαν, ο Ριτσιάρντο τα μίλησε πιο σοβαρά με τον μεσέρ Λίτσιο, και ύστερα από μερικές μέρες, μπροστά σ’ ένα πλήθος από φίλους και συγγενείς, ξαναπαντρεύτηκε με την Κατερίνα, κανονικά τούτη τη φορά, την πήγε στο σπίτι του με μεγάλη πομπή, κι εκεί γιόρτασαν το γάμο τους με γλέντια και χαρές. Έζησαν πολύ καιρό ήσυχα κι ευτυχισμένοι, και κυνηγούσαν το αηδόνι και τη μέρα και τη νύχτα – όποτε δηλαδή το ‘χαν όρεξη.
μετάφραση: Κοσμάς Πολίτης
Σχόλια