Αντώνης Πυροβολάκης






Αναμονή


Κάθομαι εδώ και περιμένω.
Ο Γάγγης είναι ένας βουβός λυγμός αυτή την εποχή.
Στο πρόσωπό μου νιώθω το εξαίσιο φτερούγισμα
από τις σερπαντίνες της σιωπής του.
Οι μνήμες του πολύχρωμα πουλιά
σβησμένα στο λυκόφως,
παλιάτσοι φτιασιδωμένων δειλινών, που αποσκιρτούν στο πουθενά.
Τα όνειρα μου ανθισμένες πυρκαγιές, πύρινα ανθάκια στα παρτέρια της αβύσσου.
Από τα πέταλα τους κάθε χαραυγή, γκρεμίζεται η νύχτα και πεθαίνει
Οι άνθρωποι περνάνε και χτυπούν.
Βλέπω στις τρικυμίες των ματιών τους
ότι οι μουσώνες θα ' ναι φέτος φονικοί.
Κάποιος θα μ' αγαπά ερήμην μου.
Κάποιος σε ένα άλλο ωκεανό μαζί μου θα σπαράσσει μες την καταιγίδα.
Ιουδήθ το σκοτεινό σου άστρο
στοιχειώνει ακόμα τις γαλάζιες μου αστροφεγγιές.
Θυμάμαι όταν στις αυλές του παραδείσου
με μια φαλτσέτα κυνηγούσες μαργαρίτες.
Κι εγώ εδώ, σ' ένα ποτάμι που ξεπλένει ενοχές δε χόρτασα να ανασαίνω
το άρωμα των λέξεων,
δεν χόρτασα να τιτιβίζω μικρά  θλιμμένα  '' σ' αγαπώ'',
στα χάη να ραμφίζω των παιδιών τις προσευχές,
δε χόρτασα περιμένω.
Ένα ψέμα.
Ένα έρωτα.
Ένα θάνατο.


Κάτι


Βάλτε ραδιόφωνο, κάτι να παίξει τέλος πάντων.
Κάτι για να αιματοκυλίσει τη σιωπή.
Ένα καρβέλι  νότες  να το πετσοκόψουν οι μεγάλες πείνες του ανείπωτου.
Για να χορτάσει  μουσικές η απουσία της φωνής σου.
Μιας απουσίας που σαν κακοήθης όγκος μεγαλώνει.
Σαν αερικό με παντελόνια,  που ακροπατά στο κοιμητήρι ενός νόστου.
Σαν το βουβό κλάμα μιας γερασμένης πόρνης.
Κι εγώ να φεύγω από εδώ σαν μια αναίδεια της μοναξιάς.
Εδώ τρεφόμουν από ένα ημίφως, ένα σκοτάδι χαμηλό σε λιπαρά.
Κι οι φίλοι μου ρωτούν τα χελιδόνια αν έχω γυρίσει απ' τις ενδοχώρες των αντίο.
Μα εγώ με τις βροχής τα ντέφια στροβιλίζομαι , παρίας και τρελός,
σε ουράνια τόξα, στις χορδές των οριζόντων.
Ποιήματα μόνο παρέχω,  προσανάμματα του τίποτα.
Του τίποτα, που δείχνουν τα ρολόγια.
Πότε ραγίζουν τα καντράν και οι παράδεισοι ανοίγουν;
Πότε το ροδαλό μας κάστρο θα κατασπαράξουν  τα  σκυλόδοντα  της  σκόνης.
Όχι, απόψε δε λυπάμαι.
Τα ποντοπόρα βράδια μας βούλιαξαν στον ωκεανό της λήθης.
Με μαύρα πουλιά, του δειλινού αποκαΐδια, στους τοίχους των χαμόσπιτων θα τσακιστούμε.
Ας έρθει ένας θάνατος μαέστρος.
Κάτι, σαν  μπάντα ν' ακουστεί, καθώς θα μπαίνω στις νεροποντές  των  αποσιωπητικών.

Έτσι


Το υπόλοιπο της απουσίας ένα χρυσό τόπι
να παίζει ένα παιδί φεγγάρι με γδαρμένο γόνατο στα χάη
Ταβάνι καταδικασμένο να επιρρίπτει τις ευθύνες του σοβά
σε αγγίγματα νεκρά ζωάκια, που άφησαν οι τροχοφόρες της φυγής σου
στο ασφαλτοστρωμένο μου κορμί.
Μία ζωή που τρεμοσβήνει σαν κερί,
ένα περίστροφο δίχως σκανδάλη είναι η κάλπικη αγάπη
και κάτι σαν οδύνη όταν τα βλέφαρα σφραγίζουν πάντα μας αυτοσυστήνεται και λέει
¨ εγώ είμαι το σκοτάδι ¨.
Με τρύπια χέρια πάνω σε αρχαίο ξύλο,
κάποιος Θεός θα αγκαλιάσει και απόψε τους θανάτους.
Ποια πεφταστέρια έπεσαν σε τούτες τις αχαρτογράφητες παλάμες
ευχές και πεπρωμένα να εκπληρώνουν στα ερέβη,
ποια πτώση γύρεψε γκρεμό και φύτρωσαν φτερά στις πλάτες της.
Όχι δεν είναι τίποτα σπουδαίο, μονάχα μία ποίηση κακή,
μια εξαθλιωμένη χίμαιρα που ερωτεύτηκε τον κυνηγό της.
Μια Κυριακή σαν μαχαιριά.
Το όνειρο ενός τρελού.
Η ερημιά να σέρνεται στο δρόμο.
Μία μεγάλη καληνύχτα.
Έτσι πεθαίνουνε των λέξεων οι πλάνοι.  


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις