Κλεοπάτρα Κομνηνού - Διήγημα





Ξέχασε με, απόλυτα.



Το δωμάτιο ήταν σκοτεινό. Όπως και η καρδιά της. Χρόνια τώρα αποζητούσε αυτό που δεν μπορούσε να έχει. Το γνώριζε, μα η καρδιά της επέμενε. Μετά από τόσο καιρό απορούσε και ίδια με τον εαυτό της. Το σώμα που κοιμόταν δίπλα της, άπλωσε το χέρι του μέσα στον ύπνο του, να την αγκαλιάσει. Εκείνη δεν βρισκόταν πια στο κρεβάτι.

Όρθια στο παράθυρο, κοίταζε την απέναντι πολυκατοικία. Τα φώτα ήταν όλα σβηστά, εκτός από εκείνο του τρίτου ορόφου. Η σιλουέτα ενός άνδρα φαινόταν ξεκάθαρα. Ήταν καθισμένος σε ένα γραφείο, στο δεξί του χέρι ένα τσιγάρο, ενώ χτυπούσε μανιωδώς τα πλήκτρα μιας γραφομηχανής. Αυτόν τον άνδρα τον ήξερε καλά. Πως τον λένε, ποιες συνήθειες είχε. Είχε ανακαλύψει το μυστικό του. Μα όσα και αν γνώριζε, δεν μπόρεσε να τον αποκτήσει ποτέ.

Έτσι, κρυμμένη στην απέναντι πολυκατοικία ζούσε την ζωή μιας άλλης. Αυτή η άλλη πριν σηκωθεί κάθε πρωί να πάει στην δουλειά, φιλούσε τον άνδρα της στα χείλη. Ίσως να έκανε έρωτα μαζί του, αν είχε όρεξη. Ντυνόταν πάντα στην πένα, στο πρόσωπο της χαραζόταν ένα ελαφρύ μειδίαμα και μιλούσε χαμηλόφωνα. Αποζητούσαν την παρέα της, όλες οι κυρίες της καλής κοινωνίας και είχε έναν κατά τ' άλλα ευτυχισμένο γάμο. Αυτά όλα συνέβαιναν την μέρα. Γιατί την νύχτα, σηκωνόταν σαν υπνωτισμένη γύρω στις τρεις και παρακολουθούσε τον άνδρα μιας άλλης γυναίκας. Μιας γυναίκας που ζήλευε αφάνταστα. Μιας γυναίκας που τον αγαπούσε σφόδρα. Μιας γυναίκα που εκείνος σκότωσε πριν οχτώ χρόνια. Έγραψε μόνο μια σελίδα στην παλιά του γραφομηχανή και της την έδωσε να την διαβάσει.

«Αυτό είναι για σένα,» της είπε ανέκφραστα.

Την σκότωσε έτσι απλά και την έβγαλε από την ιστορία του. Και όπως συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις, οι γυναίκες που πεθαίνουν, αναγεννιούνται σε μια άλλη κατάσταση. Δεν έχουν καμία σχέση με την πρότερη ζωή τους. Γίνονται κάποιες άλλες για να μην θυμούνται πως είναι να είναι αυτές. Γυναίκες, μιας άλλης εποχής. Μια εποχή χρυσή, μα τόσο μακρινή. Η εποχή που εκείνη ήταν ζωντανή.

Αυτή και η Άλλη. Δυο κομμάτια που δεν ενώνονταν πια.

Γνώρισε τον άνδρα της σε μια γκαλερί. Υπήρχε μια έκθεση με έργα που είχε φιλοτεχνήσει ένας γνωστός Άλλος. Πήγε να δει και η ίδια τι τέχνη μπορούσε να βγει από άτομα που είχαν σπάσει. Τον ανακάλυψε να στέκεται κάτω από ένα άγαλμα που ήταν κομμένο στην μέση. Τα δύο μέρη του, τα συγκρατούσαν σύρματα.

«Τρομερό δεν είναι;»

Πρώτη φορά μετά από καιρό που κάποιος της απεύθυνε τον λόγο. Δεν ήξερε τι να του πει. Έμεινε βουβή. Εκείνος γύρισε αργά και είδε ότι το πρόσωπο του ήταν διαφορετικό. Σαν του αγάλματος που έβλεπε μπροστά της. Τα μάτια του, μόνο είχαν διαφορετικό χρώμα το καθένα. Το ένα ήταν μπλε και το άλλο πράσινο. Με έκπληξη αναγνώρισε ότι το έργο τέχνης ήταν στην πραγματικότητα το ακριβές αντίγραφο του άνδρα που ήταν μπροστά της. Ο Άλλος. Της χαμογέλασε, και το πρόσωπο του έγινε συμμετρικό, σχεδόν ανθρώπινο.

«Μην ντρέπεσαι. Τα λόγια θα επιστρέψουν με τον καιρό.»

Και επέστρεψαν. Και η Άλλη που δημιουργήθηκε από τις στάχτες της, άρχισε να μιλάει, να χαμογελάει ελαφρώς και όλα αυτά γιατί ο Άλλος που γνώρισε, την βοήθησε να ανακαλύψει την ζωή από την Άλλη μεριά. Τον αγάπησε όπως μπορούσε με την Άλλη της καρδιά, όπως και εκείνος. Η αγάπη αυτή ήταν αληθινή, ακόμα και δεν την καταλάβαιναν όσοι ήταν από την μεριά των ζωντανών.

Όταν παντρεύτηκαν, στην εκκλησία εμφανίστηκε ο άνδρας με την γραφομηχανή. Ήθελε να δει με τα μάτια του, ότι η γυναίκα που εκείνος σκότωσε, ήταν όντως η νύφη αυτού του αλλόκοτου μυστηρίου. Δε χρειαζόταν να πει κάτι, μια ματιά του ήταν ικανή να την πληγώσει ξανά. Το αγγελικό πρόσωπο του ήταν κρύο, τα απάνθρωπα χαρακτηριστικά του εξέφραζαν απροκάλυπτα την αλαζονεία του. Ήθελε να τους χαλάσει την μέρα, μα δε τα κατάφερε. Ο Άλλος στάθηκε μπροστά του, ευθυτενής, αγέρωχος, τον κοίταξε με τα γυάλινα του μάτια και τον έδιωξε με μια φράση.

«Δεν ανήκεις εδώ.»

Η ηχώ μέσα στην εκκλησία ήταν εκκωφαντική για τα αυτιά του ζωντανού. Αλλά να δείξει εκείνος αδυναμία; Ποτέ! Γέλασε μόνο χαιρέκακα και έφυγε. Η Άλλη τον μίσησε ακόμα περισσότερο. Ορκίστηκε ότι δε θα άφηνε το δηλητήριο του να μπει ανάμεσα σε εκείνη και στον άνδρα της.

Στην αρχή τα κατάφερνε, αλλά στην συνέχεια, κάθε βράδυ ξυπνούσε χωρίς να ξέρει τον λόγο. Νόμιζε ότι άκουγε τον ήχο από τα μπρούντζινα μέρη μιας γραφομηχανής. Μέχρι που τον είδε ένα βράδυ να καπνίζει ένα τσιγάρο από το απέναντι μπαλκόνι. Το τέρας είχε το θράσος να την ακολουθήσει στην νέα της γειτονιά. Την επόμενη μέρα το είπε στον άνδρα της. Εκείνος χαμογέλασε και η ζεστασιά από τα παράταιρα μάτια του την αγκάλιασε. «Δε θα αντέξει για πολύ. Θα το δεις.»

Η αλήθεια είναι ότι δεν κατάλαβε την απάντηση του. Ένιωθε σα νήπιο που πήγαινε στο δημοτικό για πρώτη φορά. Είχε αγχωθεί, μα παράλληλα είχε πεισμώσει. Η Άλλη της πλευρά ήταν διαφορετική. Εκείνη ήταν μια Άλλη πια. Είχε αποδεχτεί την μοίρα της και είχε αρχίσει την ζωή της από την αρχή.

Μα το παρελθόν αν δεν κλείσεις καλά την πόρτα, την ανοίγει εύκολα. Ανησυχία τρύπησε μέσα στο κορμί της. Μια προσμονή που δεν είχε θέση στην Άλλη της κατάσταση. Προσπάθησε να επιβληθεί στον εαυτό της. Προσπάθησε να επιβληθεί στην καρδιά της. Μα η γυναίκα του παρελθόντος ξετρύπωνε από μέσα της τα βράδια. Για τριάντα τρία λεπτά κοίταζε με λατρεία τον ζωντανό άνδρα. Στο τέλος, η φλόγα μετουσιωνόταν πάντα σε μίσος για εκείνον που την σκότωσε.

Όταν συνερχόταν από την περίεργη κατάληψη, την γέμιζε ανείπωτη θλίψη. Πόσο λίγος ήταν τελικά. Δε με εκτίμησε ποτέ. Για αυτό με πέταξε. Δε πετάς στα σκουπίδια μόνο τα αχρείαστα. Πετάς και εκείνους που θέλεις να πληγώσεις. Αυτούς που σε πλαισίωναν και σε στήριζαν. Αφού πρώτα πάρεις την ενέργεια τους, τη χαρά τους, την αγάπη τους. Τους ξεχνάς, τους διαγράφεις με μια τελεία.  Απόλυτα.

Απόλυτα. Το Κακό κυκλοφορεί ανάμεσα μας. Οι μορφές μόνο αλλάζουν για να μην αναγνωρίζει το θύμα τον θύτη. Διαφορετικό  το πρόσωπο, μα πάντα ο ίδιος πυρήνας.

Μα την είχε ξεχάσει; Τώρα τελευταία αμφέβαλε ακόμα και για αυτό.

Η παγωνιά άρχισε να την αγκαλιάζει διστακτικά. Η απότομη αλλαγή θερμοκρασίας την ώθησε να φύγει από το παράθυρο. Επέστρεψε στο κρεβάτι αφήνοντας αυτές τις σκέψεις πίσω. Είχε έρθει η ώρα να αγκαλιάσει το σώμα που ήταν δίπλα της. Να νιώσει την ζεστασιά του πάνω της, να τον αγγίξει, να τον αγαπήσει. Ήθελε να νιώσει ολόκληρη.

Ολόκληρη. Το άλλο της κορμί ζητούσε την ένωση. Ήταν απαραίτητο για να συνεχίσει να ζει σε αυτή την κατάσταση. Ένιωσε την φωτιά να την κατακλύζει. Η φλόγα της για εκείνον ήταν λάβα που έκαιγε τα πάντα γύρω της. Χρειάστηκε μόνο ένας απλός αναστεναγμός για να ανοίξει τα μάτια του. Η πείνα που αντίκρισε την έκανε να χαμογελάσει. Την φίλησε και τίποτε άλλο δεν είχε σημασία πια.




***

Μέρες ατέλειωτης μοναξιάς. Αϋπνίες. Ότι και αν έγραφε στο τέλος της νύχτας γνώριζε ότι δεν ήταν αρκετά καλό. Εδώ και πολύ καιρό είχε να γράψει κάτι αξιόλογο. Μετακόμισε σε αυτό το κομμάτι της πόλης, γιατί του θύμιζε κάτι. Αν τον ρωτούσες τι, θα σου απαντούσε ότι το είχε ξεχάσει. «Δεν έχει σημασία. Τίποτε από όλα αυτά δεν έχουν σημασία. Σκοπός μου είναι να καταφέρω να κατανοήσω τον εαυτό μου.»

Ο εαυτός του είχε κρυφτεί. Για αυτό δεν έγραφε πια. Ήταν αρκετά αλαζονικός για να το παραδεχτεί δημόσια, αλλά αυτό του συνέβαινε. Η έπαρση του κατέληξε να τον καταστρέψει. Το γνώριζε από την αρχή, όταν διαπράττεις ύβρη, στην γωνία σε περιμένει και η Νέμεσις.  Μπορεί να αργήσει, αλλά θα έρθει να σε βρει.

Τον βρήκε την στιγμή που πληκτρολόγησε στην γραφομηχανή του, εκείνα τα απαίσια λόγια. Τρύπωσε στην καρδιά του και τον κατέστρεψε. Η μεγαλύτερη του αμαρτία ήταν αυτή. Είχε σκοτώσει αρκετούς όλα τα χρόνια που έκανε αυτή την δουλειά, μα εκείνη δεν την είχε αγγίξει. Ήταν το γούρι του. Αυτό έλεγε στον εαυτό του.

Όμως την στιγμή της παραφροσύνης το έκανε. Με τον πιο άθλιο τρόπο. Όσο περνούσε ο καιρός και βίωνε την απουσία της, τόσο την ήθελε πίσω. Αλλά όταν σκοτώνεις κάτι, δεν μπορείς να έχεις και την απαίτηση να το ζητάς πίσω. Η τιμωρία του ήταν να ζει χωρίς αυτήν. Μπορείς να ζήσεις παρόλο που έχεις καταστρέψει την ευτυχία σου;

Εκείνος έζησε. Μα ήταν λειψός. Τις νύχτες προσπαθούσε να την βρει. Μα όλο του ξέφευγε. Σα να ήταν απούσα. Σαν να μην υπήρχε ποτέ. Την διέγραψε, άρα την σκότωσε. Ή μήπως το ανάποδο;

Ένιωθε μόνο για λίγο την ανάσα της πάνω του και εκεί που νόμιζε ότι είχε γυρίσει, εξαφανιζόταν. Ευσεβής πόθοι. Στο τέλος της νύχτας έπεφτε στο άδειο του κρεβάτι, μα ο ύπνος δεν ερχόταν. Εκείνη ήταν παντού. Είχε κρατήσει το άρωμα της στο κομοδίνο του. Να μυρίζει ο χώρος σαν και εκείνη. Μπας και γυρίσει.

Του έλειπε.

Του έλειπε το χαμόγελο της. Ο ήχος που έκανε τα πρωινά όταν ξυπνούσε. Ήθελε να νιώσει την παρουσία της ξανά. Την έξαψη όταν εκείνη ήταν κοντά. Ήθελε…

Το δωμάτιο ήταν άδειο. Να μην θυμίζει τίποτε από τα παλιά. Σκοτεινό και κρύο. Όπως και ο ίδιος. Είχε γίνει ένα με την νύχτα πια, την αφουγκραζόταν με τα μάτια του κλειστά. Δεν είδε την σκιά, παρά μόνο την τελευταία στιγμή. Νόμιζε ότι ήταν εκείνη.

«Ήρθες,» μουρμούρισε. «Το ήξερα ότι θα έρθεις.»

Η οπτασία πλησίασε κοντά του. Αθόρυβα στάθηκε στο προσκεφάλι του. Στο χέρι της ήταν ένα αιχμηρό αντικείμενο. Θα ορκιζόταν ότι το είχε ξαναδεί. Ένιωσε την σαϊτιά να τον παραλύει. Η καρδιά του αγωνιζόταν να επιβιώσει, αλλά ο πόνος ήταν οξύς. Λίγο πριν ξεψυχήσει, άκουσε την φωνή της, εκείνη την νύχτα πριν τον αφήσει. «Ξέχασε με, διέγραψε με απόλυτα. Μη με αναζητήσεις. Αν γυρίσω πίσω, θα σε βασανίσω μέχρι την μέρα που θα πεθάνεις…»


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις