Χριστόφορος Λιοντάκης
Περίπατος
Ντύνεται με τον τρόπο του οπιομανή
Το τζιν κρύβει την ποίηση του θανάτου
Περπατά βλέπει τον ίσκιο του να
Θρυμματίζεται
Συμμορίες σκυλιά με
Τη φρίκη τρυφερή στο τρίχωμα τους
-Όπως οι φυσαλίδες στην γκαζόζα-
Η ατμόσφαιρα ελαστική
Τον πηγαίνει όπου δεν θέλει
Μπαίνει στο κουρείο
Στον καθρέφτη είναι καλοκαίρι
Βγαίνει χαϊδεύει το δέρμα του απαλό
Κανένα δεν μπορεί να ξεγελάσει
Πηγαίνει incognito στο μουσείο
Ανεβαίνει στην ταράτσα
Ο ουρανός έχει ένα πρόσωπο εμετού
Η πόλη εκπέμπει σπασμούς
Σίγουρα η μέρα δε γλιτώνει.
Υπόγειο γκαράζ, 1978
Η καταγωγή του καπνιστή
Σφαδάζει εντός μου
ένας πρόγονος σφαγμένος.
Μεγάλωσα μαζί του μυστικά
καπνιστής παθητικός
ρωτούσα πού το βρήκε το μαχαίρι
και πνιγόμουν στον καπνό.
Το σπίτι μύριζε καμένο λάδι
και σκοτάδι
ο πατέρας πάντα δύσκολα να αναπνέει
και η μητέρα: φαντασθείτε μιαν Ηλέκτρα
δίχως αδελφό.
Ένα ερείπιο φως έσταζε σκόνη
κι εγώ μέσα στα άχυρα έψαχνα
αίμα έψαχνα να βρω
καπνιστής πραγματικό
ρωτούσα πάλι
που το βρήκε το μαχαίρι.
Εκείνοι λέγανε
-να κόψεις τον καπνό.
Ο Μινώταυρος μετακομίζει, 1982
Μετά την πρωινή βροχή
Δέσποζε η λάσπη και λίγο μόνο
υποχωρούσε προς το χέρσο, που έλαμπε μουσκεμένο.
Αγκαθιές, φασκόμηλο και ροδαριές και πέτρες και θυμάρι,
Εκεί είπαν να μ’ αφήσουν οι αγαπημένες μου.
Δεν θα είχα κλείσει ούτε τα τέσσερα.
Θα μ’ έβλεπαν από την ελαιόφυτη πλαγιά
όπου κι οι δυο τους δοσμένες στη συγκομιδή
σηκώνουν το κεφάλι μόνο προς εμένα.
Μιλούσαν κάθε τόσο και με ρωτούσαν διάφορα.
Αχ! τα γλυκά τους λόγια, που δεν τα θυμάμαι.
Θα πρέπει να ήταν υποσχέσεις:
Σε λίγο θα ‘ρθουμε κοντά σου…
Το βράδυ όταν ανάψουμε το τζάκι…
Παιχνίδια ήταν της κουβέρτας οι κλωστές
οι σπόροι που έριχνα στην τρύπια τσέπη
και τα κρυμμένα σαν την καλοσύνη ανθάκια
που ξεμύτιζαν και τα μετρούσα.
Ό,τι μου φανερώθηκε στη μυρωδιά του μουσκεμένου
το μαρτυρούν ίσως οι χειρονομίες μου.
Σχόλια