Αρετή Γκανίδου


Δῶς μοι πᾶ στῶ  καὶ τὰν γᾶν κινάσω
Aρχιμήδης

Ι


Ύπνος  αετός  τραυματισμένος
Ριγά σκιρτά δεν με κρατά 
Γλιστρώ απ’ τη φτερούγα του
στην ερημιά χαράματα
Βαφτίζομαι στα πένθιμα του κόσμου
πριν πετεινός λαλήσει 

Κάθε νύχτα 

II


Το βλέμμα συνηθίζει στο σκοτάδι

Κάθε νύχτα  
λογής λογής λοξοί 
-πότε τους περισσεύει το μυαλό, πότε το αίσθημα-
φράζουν στο είναι τους τις τρύπες
απ’ όπου λίγο λίγο χάνεται τ’ όνομά τους
                      σαν χαλικάκια  από πλεχτό πανέρι
Κάθε νύχτα

Γιατί ποιος άντεξε ποτέ 
να πολεμάει χωρίς μια τόση δα  πατρίδα;
(Σσσ... Οι μισθοφόροι εργάζονται, δεν πολεμούν)

III


Επί τον τύπον των οπών
το βλέμμα των λοξών

Μαζί τους πάω
να φτάσω σ' ό, τι είμαι
Πάλι 

Και πρέπει να διαβώ 
πρώτα ψηλές κραυγές 
Αναρριχώμαι στα ολισθηρά κελύφη τους
Κρέμομαι επί ψιθύρου  
Κάτω σφαδάζει απύθμενο κενό κι αδημονεί
να καταπιεί τη δόξα των ανθρώπων

Ύστερα να περάσω βάλτους 
Αν κι αρχινούν απ' την ψυχή
απλώνουν 
ώσπου σμίγουν με τη θλίψη των ανθρώπων
κι ακινητούν     
έλη κινούμενα στον κάμπο
Και πέρασμα κανένα

Σαλεύει πλήθος σκοτεινό μπρος πίσω
Πήχτρα 
οι μέρες που γλείφονται για Θάνατο

IV


Πώς κτίζει έτσι η  Μνήμη 
τις ανεμόσκαλες στο Χάος
με ομίχλες του κάμπου  
με κληματαριές και βλέμματα 
με βραδινές φωνές στο Τρίτο
με τα χωράφια που άκουσαν το Μανιφέστο 
                                      μαζί με το σβανά

Τέτοια απροσκύνητα
τo έχει τους απλώνουν 
κάτω από ώρες διάτρητες   

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις