SEAMUS HEANEY (Σέιμους Χήνυ)
Το σιδηρουργείο
Αυτό που ξέρω είναι μια πόρτα προς τα σκοτεινά.
Έξω, παλιά αξόνια και σιδερένια τσέρκια που σκουριάζουν.
Μέσα, του χτυπημένου αμονιού ο κοφτός οξύς ήχος,
τ’ απρόβλεπτο ριπίδωμα που οι σπίθες σχηματίζουν
ή σφύριγμα σαν νέο πέταλο σκληραίνει στο νερό.
Τ’ αμόνι πρέπει να βρίσκεται κάπου στο κέντρο,
στημένο εκεί ασάλευτο, βωμός
όπου αυτός ξοδεύεται σε μουσική και σχήμα.
Καμιά φορά με τη δερμάτινη ποδιά, την τριχωτή του μύτη,
γέρνει έξω στο περιβάζι του, τον θόρυβο θυμάται
όπλων όπου τα οχήματα λάμψεις σειρές διαβαίνουν,
μετά γρυλίζει και μπαίνει μέσα, με βαρύ χτύπο κι ελαφρό
να λιάνει το μεντέμι, χειριστεί το φυσερό.
Τιμωρία
Μπορώ να νιώσω το τράβηγμα
του βρόχου στο σβέρκο της,
τον άνεμο στη γυμνή πρόσοψή της.
Φυσάει στις ρόγες της
που γίνονται κεχριμπαρένιες χάντρες,
σείει τα εύθραυστα
ξάρτια των παϊδιών της.
Μπορώ να δω το πνιγμένο
σώμα της στο τέλμα,
την πέτρα βαρίδι,
τις βέργες και κλάρες που επιπλέουν.
Κατ’ απ’ τις οποίες αρχικά
αυτή ήταν ένα δενδρύλλιο με φλοιό
που ξεθάφτηκε
δρύινο – κόκκαλο, μυαλού – δοχείο:
Το ξυρισμένο της κεφάλι
σαν μαύρου – σταριού καλαμιά,
το κάλυμμα των ματιών της ένας λερός επίδεσμος,
η θηλιά της δακτύλιος
για να φυλάει τις αναμνήσεις του έρωτα.
Μικρή μου μοιχαλίδα,
πριν σε τιμωρήσουν
ήσουν λιναρομάλλα
καχεκτική, και το
πίσσα – μαύρο πρόσωπό σου ήταν ωραίο.
Καημένη μου αποδιοπομπαία,
σχεδόν σ’ αγαπάω
αλλά θα είχα ρίξει, το ξέρω,
τις πέτρες της σιωπής.
Είμαι ένας άθλιος ηδονοβλεψίας
των ξέσκεπων και μαυρισμένων
κερήθρων του μυαλού σου,
του πλέγματος των μυών σου
κι όλων των αριθμημένων σου οστών:
Εγώ που στάθηκ’ άφωνος
όταν οι προδοτικές αδελφές σου,
στην πίσσα τυλιγμένες
κλαίγαν κοντά στα κάγκελα,
που θα συνεργούσα
στο πολιτισμένο ανοσιούργημα
κι όμως θα κατανοούσα την επακριβή
και φυλετική απόκρυφη εκδίκηση.
Μετάφραση: Μάριος Βύρων Ραΐζης
Σχόλια