Νίκος Κυριακίδης
ΕΛΕΥΣΙΝΙΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ (μια επιστολή)
Όταν οι μέρες γίνονται μέρες βρασμού οι άνθρωποι φορούν τα άσπρα τους, ακολουθώντας τις συμβουλές των γιατρών, τις παραδόσεις των βεδουίνων, την ανάγκη τους.
Μασάνε μικρά πουλιά που πιάνουν με τα χέρια, μιλούν σε χαλασμένα κινητά φωνάζοντας πως ''είναι απλό'', φυσούν τη μύτη στις εφημερίδες και ερωτεύονται τον ακριβώς αντίθετο, αυτού που ποθούν.
Τα μεσημέρια κοιτούν τα φαρμακεία ακριβώς την ώρα που κλείνουν, με μια συνταγή στο χέρι, μια ταχυπαλμία στο κόκκαλο του θώρακα να χορεύει, μιαν απορία τι σημαίνει απεργία ιδιοκτητών.
Στη ζέστη βρωμοκοπάνε οι ''εργαζόμενοι μπάτσοι'' σύμφωνα με την εκτίμηση των ''αριστερών'', καθώς κελάρουν την επόμενη πόρνη ή το εκδιδόμενο αγοράκι, που θα πηδήξουν με εκβιασμό. Μια φίλη με ρώτησε μια τέτοια μέρα : ''παλιότερα οι βασανιστές ήταν εργαζόμενοι της εποχής τους;''
Αυτές τις μέρες είναι να είσαι στη πόλη. Μακριά από φυτά, νερά, γραφικότητες. Να συναντάς τους νεκρούς σου γνωστούς, που αγαπούν πάντα την άσφαλτο. Θα τους συναντήσεις-κάποιοι θα 'χουν πεθάνει μόλις πριν λίγο, αλλά εσύ από παλιά, κάπου θα τους ξέρεις.
Δεν υπάρχει γελοιωδέστερο πράγμα από τη σάρκα που εκλύει υγρά ενώ κάποιος την περιγράφει. Η μόνη ''ανωμαλία'' που υπάρχει, είναι οι φωτογραφίες μετά τη συνουσία...εξόν κι αν είναι ρέκβιεμ. Και με το αίμα το ίδιο ακριβώς συμβαίνει.
Μετά, κάποια τραγούδια σαν εντροπία, να σε πηγαίνουν στο χάος...εσύ θέλεις να αγκαλιάσεις, καταφεύγεις στα χέρια σου, ιδίως στην ηδονική τους περιοχή: τις σχηματισμένες φλέβες. Ανικανότητες: μικρές αλλά επώδυνες.
Όταν τα μεσημέρια κοκκινίζουν τ΄αυτιά, τρεκλίζεις από κάποια απ τις αρρώστιες, πιάνεις ένα κομμάτι χαρτί- που είναι βέβαια όπως όλοι ξέρουν, η πιο ποθητή αγαπημένη της πόλης κάποια που ελκύει και τα μολύβια των πιτσιρικιών ακόμη- και γράφεις ασυνάρτητα.
''Αγαπημένο μου ντουλάπι
φύλαξέ με και αυτή τη χρονιά με τα αντισκωριακά μου, μετά θα φύγω για μακριά...
Ο μόνιμος μπελάς σου''
ΛΕΜΕ ΤΩΡΑ
Λέω τώρα,
Θα γράφονται blues, όσο θα υπάρχει πόνος.
Θα γράφεται rap, όσο οι μικρούληδες θα τσαντίζονται πιστεύοντας, πως οι παλιοί μόνον κλαψούριζαν.
Θα γράφεται ένα ποίημα, σαν μια έκκληση επικοινωνίας, όσο αυτή θα είναι ζητούμενο.
Θα κηδεύουμε τους νεκρούς μας, όσο οι ζωντανοί δίπλα, δεν θάχουν ενδιαφέρον.
Θα λέγονται ‘’χαρούμενοι’’ οι ομοφυλόφιλοι, όσο θα βιώνουν σπαραχτικά την ‘’βελούδινη’’ καταστολή τους.
Θα περιφέρονται γλυώδεις ‘’αντισυστημικοί’’, όσο το σύστημα θα είναι ακόμη δυνατό και πριν αρχίσουν οι σεισμοί.
Θα πρεζόνονται παιδιά, όσο οι καταργημένες ευθείες, θα μουτζουρώνουν τις εκρήξεις της νεότητας.
Θα αγαπιόμαστε γλυκερά και άδεια, πριν απενοχοποιηθεί η ανθρωποφαγία.
Και ..
Θα γιορτάζεται μάλλον η μέρα του πατέρα, όσο οι άντρες θα φοβούνται να κάνουν παιδιά.
Θα γιορτάζεται η μέρα του παιδιού, όσο εκατομμύρια θα δολοφονούνται, πριν παίξουν το παιχνίδι της ζωής.
Θα γιορτάζεται η μέρα της μάνας, όσο θα ( και για να) αντέχει ο μεσαίωνας της ‘’μητρότητας’’.
Όπως έλεγες ρε Κατερινούλα...’’να δεις θ΄αλλάξουνε τα πράγματα’’, με μας ή χωρίς:
Δεν θα υπάρχει πια μέρα της γυναίκας, αντίθετα κάθε τέτοια μέρα θα σκάμε στο γέλιο με την ανάμνησή της,
( ίσως γίνεται μια γενική απεργία γυναικών, σαν οργισμένη μνήμη για την υποτίμηση δεκαετιών).
ΑΦΑΙΡΩ ΣΥΝΕΧΕΙΑ
Η απάτη συντελέστηκε
μέχρι το μεδούλι.
Το βραδυ δεν μ΄έπιανε ύπνος.
Ερχόταν αυτός
και ζητούσε άλλοθι.
Εγω συνέχεια απαντούσα :
"Αύριο, αυτά"
Μετά το μπάνιο,
ερχόταν η ταχυπαλμία της απολύμανσης.
Φυσικότατη άφιξη.
Η καρδιά δεν συνηθίζει να ανήκει
σε καθαρό περιβάλλον.
"Δεν έχω ρυθμό κύριοι
Τον πούλησα για μια σταλιά,
αλήθειας"
Χώρια ο έρωτας στον αιφνιδιασμό
Τον άναρχο αυτόν ιερέα.
Ιερουργεί κυρίως
σε κηδείες περιττών.
Σχόλια