Τσάρλς Μπουκόφσκι - ΕΧΕΤΕ ΔΙΑΒΑΣΕΙ ΠΙΡΑΝΤΕΛΟ;





Η κοπέλα μου είχε εκφράσει την επιθυμία να φύγω απ’ το σπίτι της, ένα τεράστιο σπίτι, ωραίο κι άνετο, με μια πίσω αυλή μεγάλη όσο ένα τετράγωνο, σωλήνες που έσταζαν, βατράχια, τριζόνια και γάτες. Εν πάση περιπτώσει, έφυγα με τον τρόπου που φεύγει κάνεις από τέτοιες καταστάσεις –με τιμή, κουράγια και προσδοκίες. Έβαλα αγγελία σε μια απ’ τις περιθωριακές εφημερίδες.

Συγγραφέας: ζητά σπίτι όπου ο ήχος της γραφομηχανής θα είναι πιο ευπρόσδεκτος απ’ τα ηχογραφημένα γέλια του «Αγαπώ Λούσι». Μέχρι εκατό δολάρια τον μήνα. Η διακριτικότητα αναγκαία.

Είχα μπροστά μου ένα μήνα ώσπου να μετακομίσω, όσο η κοπέλα μου θα ήταν στο Κολοράντο για την ετήσια συγκέντρωση της οικογένειάς της. Κοπροσκύλιαζα στο κρεβάτι και περίμενα να χτυπήσει το τηλέφωνο. Στο τέλος χτύπησε. Ήταν ένας τύπος που ήθελε να του φιλάω τα τρία παιδιά του, όποτε η «δημιουργική παρόρμηση» έπιανε αυτόν ή τη γυναίκα του. Στέγαση και σίτιση δωρεάν και θα μπορούσα να γράφω όταν δεν τους έπιανε η δημιουργική παρόρμηση. Του είπα ότι θα το σκεφτόμουν.
Δευ ώρες αργότερα, το τηλέφωνο ξαναχτύπησε. «Λοιπόν;» με ρώτησε. «Όχι», του είπα. «Καλά», είπε, «μήπως ξέρεις καμιά έγκυο που να ‘χει προβλήματα;» Είπα ότι θα προσπαθούσα να του βρω μία κι έκλεισα στο τηλέφωνο.

Την άλλη μέρα το τηλέφωνο χτύπησε και πάλι. «Διάβασα την αγγελίας σας», είπε μια γυναικεία φωνή. «Διδάσκω γιόγκα». «Α, ναι;» «Ναι διδάσκω ασκήσεις και αυτοσυγκέντρωση». «Α;» «Είστε συγγραφέας;» «Ναι». «Για ποιο πράγμα γράφετε;» «Θεέ μου, δεν ξέρω. Όσο κι αν ακούγεται άσχημα: για τη ζωή… μάλλον». «Δεν ακούγετε άσχημα. Περιλαμβάνεται και το σεξ;» «Δεν περιλαμβάνετε και στη ζωή;» «Μερικές φορές. Άλλες όχι». «Κατάλαβα».

«Πώς λέγεστε;» «Χένρι Τσινάσκι». «Έχετε εκδώσει τίποτα;» «Ναι». «Λοιπόν, έχω μια κύρια κρεβατοκάμαρα που μπορώ να σας τη δώσω για εκατό δολάρια. Έχει δική της είσοδο». «Καλή φαίνεται». «Έχετε διαβάσει Πιραντέλο;» «Ναι». «Έχετε διαβάσει Σουίνμπερν;» «Όλοι τον έχουν διαβάσει». «Έχετε διαβάσει Έρμαν Έσσε;» «Ναι, αλλά δεν είμαι ομοφυλόφιλος». «Απεχθάνεστε τους ομοφυλόφιλους;» «Όχι, αλλά δε μ’ αρέσουν». «Και οι μαύροι;» «Τι οι μαύροι;» «Τι γνώμη έχετε;» «Μια χαρά είναι». «Έχετε προκαταλήψεις;» «Όλοι έχουν». «Τι νομίζετε πως είναι ο Θεός;» «Άσπρα μαλλιά, μπλεγμένη γενειάδα και χωρίς μαραφέτι». «Τι γνώμη έχετε για την αγάπη;» «Δεν έχω γνώμη». Ξεφτέρι είσαι. Άκου, θα σου δώσω τη διεύθυνσή μου. Έλα να με δεις».

Έγραψα την διεύθυνση και κοπροσκύλιασα για κάνα-δυο μέρες ακόμα, παρακολουθώντας τις σαπουνόπερες το πρωί, τα κατασκοπικά θρίλερ το βράδυ, και όλους τους αγώνες πυγμαχίας. Το τηλέφωνο χτύπησε ξανά. Ήταν η κυρία.

«Δεν ήρθες». «Ήμουν απασχολημένος». «Είσαι ερωτευμένος;» «Ναι, γράφω το καινούργιο μου μυθιστόρημα». «Έχει πολύ σεξ;» «Πού και πού». «Είσαι καλός εραστής;» «Οι περισσότεροι άντρες αυτό νομίζουν. Ίσως είμαι καλός, αλλά όχι σπουδαίος». «Κάνεις γλειφομούνι;» «Ναι». «Ωραία»
«Το δωμάτιο είναι ακόμα διαθέσιμο;» «Ναι, η κύρια κρεβατοκάμαρα. Ανάβεις στ’ αλήθεια τις γυναίκες;» «Διάολε, ναι. Αλλά όλοι το κάνουν πια. Είμαστε στο 1982 και είμαι 62 χρονών. Μπορείς να βρεις έναν άντρα τριάντα χρόνια νεότερο και να σου κάνει το ίδιο πράγμα. Ίσως και καλύτερα». «Μη μου το λες».
Πήγα ως το ψυγείο και πήρα μια μπίρα και ένα τσιγάρο. Όταν σήκωσα το ακουστικό, ήταν ακόμα εκεί. «Πώς σε λένε;» ρώτησα; Μου είπε ένα φανταχτερό όνομα που ξέχασα αμέσως.
«Διάβασα αυτά που γράφεις», είπε. «Είσαι στ’ αλήθεια δυνατός συγγραφέας. Κουβαλάς ένα σωρό σκατά μέσα σου, αλλά έχεις βρει τον τρόπο να συγκινείς τους ανθρώπους».
«Δίκαιο έχεις. Δεν είμαι σπουδαίος, αλλά είμαι διαφορετικός».
«Πώς ανάβεις μια γυναίκα;»
«Για στάσου…»
«Όχι πες μου».
«Ε, λοιπόν, είναι ολόκληρη τέχνη».
«Ναι, είναι».
«Πώς αρχίζεις;» «Μ’ ένα απλό χάδι». «Φυσικά, φυσικά. Κι έπειτα, αφού κάνεις την αρχή;» «Ε, λοιπόν, υπάρχουν διάφορες τεχνικές…» «Τι τεχνικές;» «Το πρώτο χάδι συνήθως αμβλύνει την ευαισθησία μιας περιοχής, έτσι μπορείς να το επαναλάβεις με τα ίδια αποτελέσματα». «Τι διάολο εννοείς;» «Ξέρες τι εννοώ». «Μ’ ανάβεις». «Μιλάω επιστημονικά». «Μιλάς ερωτικά. Μ’ ανάβεις». «Δεν ξέρω πώς αλλιώς να το πω». «Τι κάνει μετά ένας άντρας;» «Αφήνεις την απόλαυση να γίνει οδηγός της εξερεύνησής σου. Κάθε φορά διαφέρει». «Τι εννοείς;» «Εννοώ ότι μερικές φορές είναι χυδαίο, άλλες τρυφερό, εξαρτάται πώς νιώθεις». «Πες μου». «Λοιπόν, όλα καταλήγουν στην κλειτορίδα». «Πες μου ξανά τη λέξη». «Ποια;» «Κλειτορίδα». «Κλειτορίδα, κλειτορίδα, κλειτορίδα…» «Τη ρουφάς; Την πιπιλάς;» «Φυσικά». «Μ’ ανάβεις». «Με συγχωρείς».

«Σου αφήνω την κύρια κρεβατοκάμαρα. Σου αρέσει η ησυχία;» «σου το είπα». «Μίλα μου για την κλειτορίδα μου». «Κάθε κλειτορίδα είναι διαφορετική». «Αυτή τη στιγμή έχει φασαρία εδώ. Χτίζουν έναν τοίχο. Όμως σε δύο μέρες το πολύ θα ‘ χουν τελειώσει. Θα σ’ αρέσει».

Ξαναέγραψα τη διεύθυνσή της, έκλεισα το τηλέφωνο και πήγα στο κρεβάτι. Χτύπησε το τηλέφωνο. Πήγα το σήκωσα και το πήρα μαζί μου στο κρεβάτι. «Τι εννοείς κάθε κλειτορίδα είναι διαφορετική;» «Εννοώ ότι διαφέρουν στο μέγεθος και στον τρόπο που αντιδρούν στους ερεθισμούς». «Σου ‘τυχε ποτέ καμιά που να μην μπορείς να την ερεθίσεις;» «Όχι ακόμα».

«Κοίτα, γιατί δεν έρχεσαι να με δεις τώρα;» «Το αυτοκίνητό μου είναι παλιό. Δε θα καταφέρω ν’ ανέβω το φαράγγι». «Πάρε τον αυτοκινητόδρομο και στάσου στο παρκινγκ της στροφής για Χίντες Χίλις. Θα σε συναντήσω εκεί». «Εντάξει».

Έκλεισα το τηλέφωνο, ντύθηκα και μπήκα στ’ αυτοκίνητο. Πήρα τον αυτοκινητόδρομο ως τη στροφή του Χίντεν Χίλς, βρήκα το παρκινγκ και άραξα εκεί περιμένοντας. Πέρασαν είκοσι λεπτά και τότε κατέφθασε μια χοντρή κυρία με πράσινο φόρεμα. Οδηγούσε μια λευκή Κάντιλακ του 1982. Όλα της τα μπροστινά δόντια είχαν κορόνες. «Εσύ είσαι;» με ρώτησε.
«Εγώ είμαι».
«Χριστέ μου. Δεν φαίνεσαι τόσο φλογερός».
«Ούτε κι εσύ»
«Εντάξει. Έλα».

Βγήκα απ’ το αυτοκίνητό μου και μπήκα στο δικό της. Το φόρεμά της ήταν πολύ κοντό. Στο χοντρό της μπούτι, αυτό που ήταν προς το μέρος μου, υπήρχε ένα μικρό τατουάζ που θύμιζε αγγελούδι καβάλα σε σκύλο.
«Δεν πρόκειται να σε πληρώσω τίποτα», είπε.
«Εντάξει».
«Δε μοιάζεις με συγγραφέα».
«Δόξα τω Θεό».
«Για να πω την αλήθεια, δε μοιάζεις καν με άνθρωπο που μπορεί να κάνει κάτι…»
«Είναι πολλά αυτά που δεν μπορώ να κάνω».
«Μου τα ‘λεγες ωραία όμως στο τηλέφωνο. Χαϊδευόμουνα. Εσύ τον έπαιζες;»
«Όχι»
Έπειτα απ’ αυτά ξεκινήσαμε σιωπηλοί. Μου είχαν μείνει δύο τσιγάρα και τα κάπνισα. Έπειτα άνοιξα το ραδιόφωνό της κι έβαλα μουσική. Ένας μακρύς καμπύλος δρόμος οδηγούσε στο σπίτι της και οι πόρτες του γκαράζ άνοιξαν αυτόματα καθώς μπήκαμε μέσα. Έλυσε τη ζώνη ασφαλείας και ξαφνικά με τύλιξε στην αγκαλιά της. Το στόμα της έμοιαζε με ανοιχτό μπουκάλι κόκκινης σινικής. «Έλα», μου είπε. Την ακολούθησα σ’ ένα μονοπάτι με τριανταφυλλιές. «Δεν πρόκειται να σε πληρώσω τίποτε», είπε, «ούτε μια πεντάρα». «Εντάξει», είπα. Έβγαλε το κλειδί απ’ την τσάντα της, ξεκλείδωσε την πόρτα κι εγώ την ακολουθούσα μες στο σπίτι.

μετφ: Έφη Καλλιφατίδη

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις