Τσέσλαβ Μίλος: Αφιέρωμα στην Παγκόσμια Ποίηση - Μέρος 7ο
Αναγνώσματα
Με ρώτησες ποιο το κέρδος να διαβάζουμε τα Ευαγγέλια στα ελληνικά.
Απαντώ πως σωστό είναι να σέρνουμε αργά το δάχτυλό μας
Πάνω από γράμματα που θα κρατήσου πιο πολύ παρά αν ήταν σε πέτρα σκαλισμένα,
Κι ότι προφέροντας αργά τις συλλαβές
Νιώθουμε τη μεγαλοπρέπεια του λόγου.
Αναγκασμένοι να προσέχουμε, θα σκεφτούμε κείνη την εποχή
Όχι πιο μακρινή από χτες μολονότι, των Καισάρων οι κεφαλές
Επάνω στα νομίσματα, σήμερα διαφέρουν. Κι ωστόσο, ζούμε στον ίδιο αιώνα.
Φόβος κι επιθυμία είναι τα ίδια. Λάδι και κρασί,
Ψωμί, σημαίνουνε τα ίδια πράματα. Το ίδιο πλήθος, άστατο,
Διψασμένο για θεάματα, όπως τότε. Ακόμα κι οι συνήθειες,
Του γάμου οι γιορτές, τα γιατρικά, οι θρήνοι για τους πεθαμένους,
Φαινομενικά διαφέρουν. Και τότε, επίσης, υπήρχαν
Πολλά πρόσωπα που τα κείμενα ονομάζουν
Demonizomenoi, με άλλα λόγια, οι δαιμονισμένοι,
Κι αν προτιμάς, οι δαιμονόπληκτοι (όσο για τους καβαλημένους»
Απ’ το σατανά, σκέτη παραξενιά του λεξικού).
Σπασμοί, αφροί στο στόμα και τριγμοί δοντιών
Δεν θεωρούνταν ένδειξη ταλέντου.
Οι δαιμονισμένοι δεν είχαν πρόσβαση στον τύπο ή στις οθόνες
Και σπάνια καταπιάνονταν με τις τέχνες ή τη λογοτεχνία.
Αλλά, η παραβολή του Ευαγγελίου έχει ακόμα την ισχύ της:
Ότι το πνεύμα που τους δυναστεύει μπορεί να μπει στα γουρούνια, αυτά
Ερεθισμένα απ’ την ξαφνική σύγκρουση
Ανάμεσα σε δύο φύσεις –τη σατανική και τη δική τους-
Πηδάνε στο νερό και πνίγονται (συμβαίνει τακτικά)
Έτσι λοιπόν, σε καθεμιά σελίδα, ο πεισματάρης αναγνώστης θα δει
Είκοσι αιώνες σε είκοσι ημέρες
Σ’ έναν κόσμο που μια μέρα θα φτάσει στο τέλος του.
Συνάντηση
Διασχίσαμε παγωμένους αγρούς, μέσα σε μιαν άμαξα την αυγή.
Ένα κόκκινο φτερό σπάθισε μες στη σκοτεινιά.
Και ξαφνικά, ένας λαγός διέσχισε το δρόμο.
Κάποιος σήκωσε το χέρι και τον έδειξε.
Πριν από χρόνια. Τώρα δε ζει κανείς από τους δυο
Μήτε ο λαγός μήτε κι αυτός που σήκωσε το χέρι.
Ω! αγάπη μ ου, πού είναι τώρα αυτοί, πού πάνε
Η αστραπή ενός χεριού, η λάμψη μιας κίνησης, το θρόισμα των βότσαλων.
Ρωτώ με δέος, όχι από λύπη.
Σπουδή Μοναξιάς
Φρουρός σ’ έναν ατέρμονα αγωγό στην έρημο;
Απόσπασμα ενός ανδρός σε κάστρο μες στην άμμο;
Όποιος και αν ήταν. Την αυγή είδε βουνά αυλακωμένα στο
Χρώμα της στάχτης, κι απάνω η σκοτεινιά που ξεθωριάζει
Βουτηγμένη στο μενεξελί, σπάζοντας σ’ ένα ρευστό κόκκινο
Ώσπου σταθεροποιείται, τεράστια, σ’ ένα φως πορτοκαλί.
Μέρα τη μέρα, και, πριν το νιώσει, χρόνο με το χρόνο.
Για ποιον, ρωτιέται, αυτό το θάμπος; Για μένα μόνο;
Ωστόσο, θα παραμείνει κι αφού εγώ χαθώ.
Τι είναι τάχα για το μάτι της σαύρας; Πώς είναι κοιταγμένο από διαβατάρικο πουλί;
ΑΝ είμαι όλη η ανθρωπότητα, υπάρχει τίποτα χωρίς εμένα;
Κι ήξερε πως δεν είχε νόημα να φωνάζει, κανείς δεν μπορούσε να τον σώσει.
μτφ.: Σπύρος Τσακνιάς
Σχόλια