Μαρία Λυδία Κ. - Εν αγκάλη
ΕΝ ΑΓΚΑΛΗ
Δυο χέρια στάθηκαν,
σχεδόν παραδομένα,
το ‘να απέναντι από τ’ άλλο,
με φορά απευθείας στο έδαφος και
δάκτυλα γεμάτα πληγές,
πρησμένα,
που όμως άνοιγαν πλατιά κοιτώντας ουρανό,
περιγράφοντας δυο χούφτες μίζερες, ικετευτικές,
ανάμεσα σ’ έναν κορμό σώματος,
ψηλό, αδυνατισμένο,
όμως δυνατό.
Δυνατό και διψασμένο.
Στάθηκαν τα χέρια.
Στάθηκαν.
Κοίταξαν το χώμα που απλωνόταν
κι αυτό αδυνατισμένο
αλλά δυνατό.
Διψασμένο.
Έκαναν να λυγίσουν τον κορμό, να αγγίξουν το συμπάσχον χώμα, να το αγκαλιάσουν.
Ο κορμός όμως, λύγισε σχεδόν μονάχος του.
Η εντολή, θα πρέπει να ‘ταν δική του.
Σημασία δεν είχε έτσι κι αλλιώς από πού ήρθε η εντολή.
Όχι εκείνη τη στιγμή τουλάχιστον.
Τα χέρια αγκάλιασαν το χώμα , με μια θέρμη οικεία, οικογενειακή.
Σχεδόν θεία.
Δεν ήταν ο πρώτος εναγκαλισμός και μάλλον δε θα ‘ταν κι ο τελευταίος.
Χάιδεψαν το χώμα, το χώμα χάιδεψε τα χέρια.
Παρήγορο χάδι, έμοιαζε.
Μητρικό χάδι, έμοιαζε.
Ολόλευκο χάδι, έλαμπε.
Ολόλευκο και μητρικό γάλα,
μύριζε.
Εκατέρωθεν.
Φως γέμισε.
Ζωή γέμισε.
Ο κορμός ξάπλωσε στο χώμα, όπως θα ξάπλωνε ένα παιδί, μετά από ένα ατέλειωτο παιχνίδι στη θάλασσα.
Όπως θα ξάπλωνε δηλαδή, ένα παιδί, στο διάλλειμα του από το ατελείωτο παιχνίδι στη θάλασσα.
Ακριβώς έτσι έπεσε ο κορμός, στο στρώμα του χώματος που ανοιγόταν φαρδιά μπροστά του.
Ο αέρας, που δυνατά φυσούσε, κόπασε.
Χάιδεψε κι εκείνος τα χέρια, που χάιδευαν το χώμα και
μίλησε στο χώμα, που χάιδευε τα χέρια.
Μίλησε δίχως να γεννήσει λέξη, δίχως να γεννήσει ήχο.
Του μίλησε και το χάιδεψε κι αυτός.
Τέτοιος αέρας, γίνηκε ο αέρας.
Εκείνη τη στιγμή τουλάχιστον.
Αυτά που είπε, ή
που δεν είπε,
δε μετρήθηκαν πουθενά στο χρόνο.
Δε μετρήθηκαν,
όπως κι όλα τα άλλα
που δε μετριούνται πουθενά στο χρόνο.
Δηλαδή όπως όλα.
Την ησυχία του εναγκαλισμού εκείνου,
δε θα τολμούσε να την διέκοπτε ο αέρας.
Ούτε καν αυτός.
Μάλλον, κυρίως όχι αυτός,
μιας που γνωρίζει καλύτερα από όλους, πώς είναι να διψάς για μια αγκαλιά και να μη σου χαρίζεται.
Κυρίως δε , δε θα μετρούσε τα όσα είπε.
Την αγκαλιά όμως, που χάρισε και που σχεδόν του χαρίστηκε,
θα τη θυμόταν.
Δε θα τη μετρούσε.
Όμως θα τη θυμόταν.
Καθώς θα προσγειωνόταν μόνο,
θα ‘φερνε μπροστά στα χέρια μια κομμένη σελίδα.
Εφόσον κομμένη, ελάχιστα ενδιαφέρει από πού.
Η σελίδα , κυνικά,
θα παρουσίαζε ένα ρολόι.
Το ρολόι θα ‘ταν από αυτά,
που πρωτοκατασκευάστηκαν ποτέ από τον άνθρωπο.
Το ρολόι θα φανέρωνε
και σε εκείνη την ίδια τη στιγμή του εναγκαλισμού
που δε μπορεί να μετρηθεί,
την βαθειά αμάθεια του ανθρώπου,
που νόμισε
πως θα μπορούσε ποτέ να σκλαβώσει τον Χρόνο,
μετρώντας τον.
Την τελευταία πράξη ,
μάλλον,
θα την εκτελούσε το σώμα.
Το σώμα, μαζί με τα δυο χέρια.
Μια αργή κίνηση, αργή μα απολύτως ακριβής ,
σε κάθε μια από τις μοίρες του περίπου άτακτου
σχεδόν κύκλου της,
έφερε το ένα από τα δυο χέρια στην τσέπη αυτού, που το σώμα φιλοξενούσε.
Εξαντλημένο το χέρι, αλλά δυνατό ακόμη,
έβγαλε αποφασιστικά από την τσέπη εκείνου που το σώμα φορούσε,
ένα κουτί.
Κουτί μικρό , στρογγυλό
ξεθωριασμένο.
Ψέματα. Όχι ξεθωριασμένο.
Φαινόταν έτσι. Δε θα μπορούσε όμως να ‘ναι.
Ένα χελιδόνι, ήρθε να διακόψει.
Ψέματα. Δε διέκοψε.
Ήταν να ‘ρθει.
Ήθελε να δει κι αυτό, μόνο του,
μακριά από τα υπόλοιπα της φυλής ,
την απεραντοσύνη της αγκαλιάς του σώματος με το χώμα.
Του χώματος με το σώμα.
Το κουτί, το στρογγυλό,
έπεσε με τη σειρά του δίπλα στο σώμα,
επάνω στο χώμα, ακριβώς στη μέση της αγκαλιάς.
Καθώς έπεσε, άνοιξε
– αυτός ήταν ο σκοπός έτσι κι αλλιώς.
Κάποιοι μερικοί κόκκοι άμμου, εκτινάχθηκαν γύρω και πάνω
από την αγκαλιά του σώματος με το χώμα.
Τα χέρια δεν έκαναν καμία προσπάθεια να περιορίσουν αυτήν την εκτίναξη.
Μήτε σε χώρο , μήτε σε ταχύτητα.
Δεν υπήρχε περιορισμός,
δεν υπάρχει περιορισμός έτσι κι αλλιώς.
Οι κόκκοι άμμου,
ανάμνηση από την αγκαλιά του σώματος με το ίδιο χώμα,
το σκεπασμένο απ’ τη θάλασσα.
Από την άλλη μητέρα.
Τα χέρια, αφέθηκαν το ίδιο απεριόριστα ,
ξανά στην αγκαλιά τους με το χώμα.
Ήξεραν πως τα είχαν καταφέρει τελικά.
Είχαν καταφέρει,
να κάνουν τα πρησμένα δάκτυλα,
να αποτινάξουν
την μίζερη ικετευτική τους στάση προς τον ουρανό.
Τα δάκτυλα, συμμετείχαν,
όλη αυτήν την ώρα,
στην αγκαλιά με το χώμα.
‘Έγιναν η μητέρα των χεριών
και το παιδί του χώματος.
Αγκάλιασαν το παιδί τους , το χώμα
και σαν υπάκουα παιδιά
ακολούθησαν ,
όλην αυτήν την ώρα,
το μητρικό χέρι.
Υπάκουα ναι. Υποτελή όμως όχι.
Ποτέ υποτελή.
Ήξεραν τα χέρια πως
η ικεσία είναι η σκλαβιά.
Ήξεραν τα χέρια πως
η ελευθερία από τον πόνο ,
που είναι η σκλαβιά
βρισκόταν στην αγκαλιά με το χώμα.
Τα δάκτυλα,
το γνώριζαν ακόμη καλύτερα.
Λίγο πριν ενωθεί το χώμα της Γης,
με αυτό της Θάλασσας,
τα δάκτυλα
χάρισαν μια ζωγραφιά στις δυο μητέρες τους,
στη μια Μητέρα τους.
«Τριάντα κύκλους Μητέρα»,
είπαν τα χέρια.
Τριάντα φύλλα ενωμένα, συμπλήρωσαν και
ζωγράφισαν τα δάκτυλα.
Όσα και τα χρόνια που δούλεψαν,
επάνω στις πλάτες της Μητέρας τους.
Ένα τριαντάφυλλο,
όσα τα χρόνια που δε μετριούνται
στον Χρόνο που δεν υπάρχει.
Οι δυο μητέρες,
η μια Μητέρα,
αποδέχτηκε το δώρο
μα δε μίλησε.
Δεν ήταν να μιλήσει.
Να αγκαλιάσει ήταν.
Τα δυο χέρια
ακούμπησαν στην αγκαλιά
σχεδόν αποκοιμισμένα
σχεδόν χωρίς δάκτυλα
σχεδόν χωρίς σώμα
σχεδόν χωρίς χέρια.
Το σώμα πύρωσε
σχεδόν χωρίς θέρμη,
σχεδόν χωρίς φλόγα,
πύρωσε.
Κι έπειτα έσβησε.
Χωρίς να σβήσει.
Έσβησε.
Ανάβοντας το χώμα.
Σβήνοντας το χώμα.
Κι άναψε πάλι
καθώς
σχεδόν έσβηνε με τις χούφτες
τον ουρανό.
Αυτή θα ‘ταν κι η τελευταία πράξη.
Μάλλον.
Σχόλια
:)
:)
Γιώργος Μπ.