Γιώργος Μπλάνας
ΣΤΑΣΙΩΤΙΚΟ ΕΞΗΚΟΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Να, πώς έγινε. Ένα βράδυ
σκουριασμένο από φεγγάρι
κοιμήθηκαν και είδαν
πως έσπαζε ακατάσχετα στις άκρες το σκοτάδι
κι ακούγονταν φωνές
πυκνές κι αδιάβατες.
Και ξύπνησαν και είδαν πως κοιμούνταν
σε πλάτωμα μεγάλο ―μέχρι τον 8ο αιώνα
κι ακόμα παραπέρα.
Ένα γύρο
βράχια πυκνά κι αδιάβατα σαν δέντρα
με ρίζες, φύλλα και κλαδιά – τα πάντα όλα
από πέτρα και πάνω τα καλύβια τους,
σαν τετραπέρατα πουλιά,
απείθαρχα εντελώς τα βράδια. Τη μέρα
έδεναν -λέει- καθένας
μια πέτρα με κλωστή, κρατούσαν
καρτερικά την άκρη ώσπου νύχτωνε
κι έλεγαν: «Άντε, μπρος, πέτα ψυχή μου,
φύγε, να, ποιος σε κρατά;» πολλές φορές
επί Μιχαήλ του Τρίτου, Ρωμανού Λακαπηνού,
Γουλιέλμου Βιλεαρδουίνου. Και ύστερα,
βλέποντας την πέτρα κουρνιασμένη εκεί για τα καλά:
«Ε, νύσταξες, ψυχή μου! Κοιμήσου, να, σ’ αφήνω εγώ».
Κι έλυναν την κλωστή. «Αύριο πάλι,
ψυχή μου. Πού θα πάει, θα πετάξεις!»
Ειδωλολάτρες κι ας έσκουζαν οι βάτοι: «Επειδή
η οργή είναι θεϊκή, δεν έχετε πού να φύγετε,
γιατί ο θεός που κατοικεί στους ουρανούς
κυριεύει και την Ανατολή και τη Δύση
και σ’ οποίον τόπον πάτε, του λείπετε, σας βρίσκει».
Ας έσκουζαν, ας έλεγαν τα ξερακιά και τα αγκαθωτά τους.
Φωτιά δεν μπορούσαν να πιάσουν. Δεν μπορούσαν.
Και τα ραβδιά ήταν ραβδιά και τα φίδια, φίδια
κι όλα στον κόσμο δίκαια μοιρασμένα,
εκτός ορθοφροσύνης, ελευθερίας και χειμώνα.
Πραγματικά ήταν άσχημοι οι χειμώνες.
Φυσούσε όλη μέρα ένας άνεμος λερός,
αξύριστος, ντυμένος τα κουρέλια
του ορίζοντα – κι ο παλαβός
κι ο ερωτευμένος κι ο νεκρός
τον άκουγαν να τραγουδάει:
«Μην ακούτε τι σας λέει η γριά απανεμιά
βγείτε κόρες να φιλήσω τ’ αρμυρά σας τα βυζιά».
. . . . . . . . . . . . . . . . . . .
. . . . . . . . . . . . . . . . . . .
] έβγαιναν
κάθε βράδυ στις ακτές με την ψυχή
φανάρι και ρωτούσαν τους πνιγμένους
αν είχανε καλή σοδιά στον Άδη,
αν έβαλαν στο στόμα τους καμιά μπουκιά
παρηγοριά οι αδικοχαμένοι.
Κι αυτοί δεν μιλούσαν, τους κοιτούσαν
απορημένοι κι ίσως λίγο λυπημένοι,
σαν να ήθελαν να πουν: «Δυστυχισμένοι, τόσα χρόνια
στο έλεος της πέτρας και της σκόνης,
ξεχάσατε το νόημα της αρμύρας».
Κάθε βράδυ. Κάθε βράδυ.
Κι έφερνε το σκοτάδι
όμορφες σαν μήλα ραβδισμένα·
μικρά παιδιά καβάλα στα ξυλάλογα· γριές
που γκρίνιαζαν βαθιά στα χρόνια τους:
«Τι θέλουν και γκρινιάζουν;
Πόσο να ζήσουν πια;
Δεν λυπούνται την σκόνη;»
Κάθε βράδυ. Κάθε βράδυ.
Πάντα τα ίδια. Τίποτα. Τίποτα.
Ώσπου κάποιος,
που έβοσκε στην αντίπερα όχθη αρχαία έθνη
στερημένα όχι μόνο συγγραφέων,
αλλά και γραμμάτων -εκτός ξίφους-
άνοιξε μια μεγάλη τρύπα στον κρόταφο
του ιστορικού ορίζοντα και μπήκε στη ζωή
με την ψυχή στο χέρι,
κι έκοβε όπου έβλεπε
πεινασμένο να ονειρεύεται πικρό
ψωμί και ξάγρυπνο να ελπίζει αλυσίδες.
Κι έτρεχε στους δρόμους σαν ποτάμι
το αίμα, έδινε στην πέτρα
την όψη ελεύθερων βουνοκορφών,
το βλέμμα αυτόνομων κρηνών.
Αυτό στάθηκε η αιτία να γεμίσει
Αλλοκάμηλους η Μάνη: ζώα παράξενα πολύ
μισά γαϊδούρια μισά καμήλες από το Περού,
φερμένα στην Αμβέρσα.
Και δεν άφησαν αγκάθι για αγκάθι. Καθόλου
δεν τους λύπησε αυτό τους αγριεμένους
Μανιάτες, που δεν έβγαιναν τα βράδια πια στα βράχια
με τα φανάρια να ζητούν ζωή απ’ τους πνιγμένους.
Αλλά στις †...† του μηνός,
κάποιος Ιουβενάλιος, Νεοπλατωνικός
φιλόσοφος και μοναχός άκουσε τα ζώα να μιλούν.
Κι έλεγαν: «Ο †Κ... † ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΛΥΜΕΝΟ ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
ΚΑΙ ΒΛΕΠΕΙ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΤΟΥ ΣΑΝ ΛΥΣΗ».
«Δεν ξέρω τι σημαίνει αυτό
κι ας αντίκρισα τον θάνατο γυμνό
τόσες φορές. Παγόνι μαδημένο
να κρώζει, προσπαθώντας να περάσει για γεράκι,
κροκόδειλος ξεδοντιασμένος να τσιρίζει,
προσπαθώντας να περάσει για ορφανό,
λαγός ευνουχισμένος να τραυλίζει,
προσπαθώντας να περάσει για διάδοχος
της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Αναρωτιέμαι αν σημαίνει κάτι ολότελα...
Μόνο ένας γνήσιος Ευρωπαίος θα μπορούσε να σκεφτεί...»
«...να ρίξει βόμβες με αερόστατα. Και πού; Στη Βενετία.
Τέλειο φιάσκο. Βόμβες με αερόστατα σ’ αυτούς
που δυναμίτιζαν πέντε αιώνες τον κόσμο ολόκληρο με γόνδολες».
«Κάτι πράγματα! Από ανοησία θ’ αφανιστεί ο άνθρωπος.
Ιπτάμενη; Ιπτάμενη. Αλλά ανοησία».
«Το ερπετό δεν έχει πια την πρωτοκαθεδρία».
«Όχι, δα!»
ο Νεοπλατωνικός, πλέκοντας το πανέρι
που θα γέμιζαν οι Αριστοτελικοί
με τους νευρώνες του, λίγο αργότερα. «Όχι δα!
‘Έχω ακόμα ένα σωρό ιστορικά επιχειρήματα:
φτώχεια, αμάθεια, απάθεια, αδιαφορία,
αδράνεια· προπάντων (των αιώνων) -
όλα όσα μπορεί να ελπίσει ένα σμήνος κηφήνων
που φιλοδοξεί να τραφεί από το δημόσιο ταμείο.
Αν θέλεις να κάνεις θεολογία,
δεν έχεις κανένα λόγο να λυπάσαι τον άνθρωπο».
«Πώς αυτό;»
«Δεν χρειάζεται να προσποιείστε την ειμαρμένη.
Ιδού το κεφάλι μου, ιδού και το νέο καθεστώς».
Στο σημείο αυτό εμφανίστηκαν τα σκυλιά
τραβολογώντας ανθρώπινα μέλη
μεταξύ των οποίων και το χέρι
ενός Ούγγρου επιχειρηματία.
Οι στρατιώτες τον λόγχισαν πολλές φορές,
αλλά κατάφερε: «...εκεί οι γυναίκες
πουλάνε τη γυναίκα από ανάγκη· εδώ
οι δικαστές για έναν βαθμό κι έναν μισθό
τόσο παχύ, που δεν θα κατάφερνε να ικανοποιήσει
την πιο μεγάλη ανάγκη σ’ ένα πορνείο...»
Τα σκέπασε όλα το Χιόνι και το Χιόνι
κι η ελευθερία με την κόψη και την όψη
αιμορραγούσε Προσευχές και [
. . . . . . . . . . . . . . . . . . .
. . . . . . . . . . . . . . . . . . .
] τα νησιά μες στη βροχή
και το σκοτάδι: ορφανά οπωροφόρα
κωφάλαλα, τυφλά από το αλάτι
και τον ελλέβορο – αιώνες
κύριο των βράχων και των σπλάχνων [
. . . . . . . . . . . . . . . . . . .
] όταν έβγαζε η νύχτα
τ’ αστέρια στη βοσκή και τρέμαν οι ψυχές
στις μελανές σκοπιές του στερεώματος
. . . . . . . . . . . . . . . . . . .
. . . . . . . . . . . . . . . . . . .
] πέρα, μακριά
οι ανελέητες στρατιές των θεών [
. . . . . . . . . . . . . . . . . . .
. . . . . . . . . . . . . . . . . . .
κι ο Συμεών ο νέος θεο[λόγο]ς:
«Ἀρχή τοῦ δρόμου τέλος,
τό δέ τέλος ἀρχή πέλει.
Ἀτελής ἡ τελειότης,
ἡ δ᾿ ἀρχή γε πάλιν τέλος˙
τέλος πῶς;»
. . . . . . . . . . . . . . . . . . .
. . . . . . . . . . . . . . . . . . .
] μας κοιτάζουν
τα βουνά, ασύστατοι· μας περιμένουν...
Σχόλια