Ε.Ε. Κάμινγκς
VII
στην αρχή αυτού του δρόμου μια λατέρνα αγκομαχώντας ανεμίζει σκωροφαγωμένες μελωδίες. ένα χέρι παχουλό γυρίζει τη μανιβέλα· το όργανο βγάζει νεράιδες, δύστροποι νάνοι ξεπηδούν αδέξια απ' το μικρό κουτί του ξεχύνονται ταγκιασμένα ξωτικά στο έξοχο ηλιόφως μέσα στον ανθόπληκτο αέρα που 'χει βρομίσει από ευκίνητα σμήνη ηχητικών πλασμάτων.
–Παιδιά στέκονται με κυκλικά φοβισμένα πρόσωπα κι αγριοκοιτάζουν τον μικρόσωμο χαμογελαστό ρακένδυτο άντρα που η μανιβέλα στο χέρι του όλο γυρίζει απεγνωσμένα δείχνοντας την παράξενη μαϊμού
(αν της ρίξεις ένα κέρμα θα το αρπάξει με τέχνη στον αέρα και θα το χώσει με ύφος σοβαρό στο τσεπάκι της) Μερικές φορές δεν πιάνει τα λεφτά και τότε ο αφέντης της φωνάζει σκεπάζοντας τη μουσική και τραβάει το σχοινί κι η μαϊμού κάθεται και σε κοιτάζει με τα χολωμένα κι αγέλαστά της μάτια κι αφού τσακώσει μια δυο τρεις δεκάρες εκείνος τής ρίχνει ένα φιστίκι (κι αυτή το ανοίγει επιδέξια με το στόμα κρατώντας το με το χεράκι της που μοιάζει με παιχνίδι) και μετά πετάει ψυχρά το τσόφλι με μια μικρή γεμάτη πλήξη κίνηση που κάνει τα παιδιά να γελούν.
Μα εγώ δεν γελώ, η μανιβέλα γυρίζει απεγνωσμένα ξωτικά κι απελπισμένοι νάνοι κι αλλόφρονες νεράιδες αναβλύζουν αδέξια απ' το ταλαιπωρημένο όργανο παχουλό και μυστηριώδες το ανθόπληκτο ηλιόφως πυκνώνει μέσα σε ίλιγγο γυρίζει απαλά ο δρόμος και τα παιδιά κι η μαϊμού κι η λατέρνα κι ο άντρας χορεύουν αργά κυματίζουν μες στην τρεμάμενη ομίχλη ενός απάνθρωπου σκοπού….μικροσκοπικές νεκρές μελωδίες σέρνονται πάνω στο πρόσωπό μου οι τρίχες μου είναι γεμάτες ακρωτηριασμένα μικροσκοπικά πράγματα τραγουδάνε μες στ’ αυτιά μου ανακατώνοντας ξέψυχα σαπισμένους σκελετούς,
και
νιώθω το τράβηγμα του σχοινιού! ο μικρόσωμος χαμογελαστός ρακένδυτος άντρας φωνάζει σκεπάζοντας τη μουσική τον καταλαβαίνω βάζω πάλι το στρογγυλό κόκκινο καπέλο στο κεφάλι μου κάθομαι και σε κοιτάζω με τα χολωμένα κι αγέλαστά μου μάτια
ναι, Μα το θεό.
γιατί εγώ είμαι που δείχνουν η παράξενη μαϊμού με το γέρικο κουκλίστικο προσωπάκι και τα τριχωτά μπράτσα σαν τέρας και τα χέρια στο χρώμα του καουτσούκ και τα πόδια γεμάτα επιδέξια δάχτυλα και την εκπληκτικά ολοζώντανη ουρά (και ένα μικρό κόκκινο σακάκι που έχει έχω μια αληθινή τσέπη και το κόκκινο αστείο καπέλο με ένα μεγάλο φτερό είναι δεμένο κάτω από το πηγούνι μου,της.) που σκαρφαλώνω και σκούζω και τρέχω κι αιωρούμαι σαν παιχνίδι στην άκρη ενός σχοινιού
Μετάφραση: Γιώργος Κυριαζής
Σχόλια