Κωνσταντίνος Α. - Κτήνη
ΚΤΗΝΗ
Μυριάδες κτήνη έρπουν
στο χώμα.
Μιλιούνια στρατιώτες,
δρεπάνια κρατάνε.
Τροφή να τρυγήσουν,
να στοιβάξουν ποθούνε.
Πληγώνουν το άλσος,
ορειχάλκινο σώμα.
Μικρή πολιτεία,
ολόκληρη χώρα,
Στη λάσπη χωμένη,
κρυφά μονοπάτια.
Η βροχή τους
σκοτώνει, πνίγει τα βρέφη,
Χιλιάδες ωάρια, οι
καρδιές τους ραγίσαν.
Στις σπηλιές πια
κλεισμένα, σε χειμέριο ύπνο.
Να προσμένουν την
ώρα, την αυγή να χαράξει,
Τα κορμιά τους να
ζώσει, κατακόκκινη ζέση,
Τα φτερά τους ν’
ανοίξουν, να θερίσουν την πλάση.
Σχόλια