Μια κριτική παρουσίαση της συλλογής "Δρόμοι με ματωμένα γόνατα" του Νίκου Κυριακίδη
Η παρουσίαση της συλλογής "Δρόμοι με ματωμένα" του Νίκου Κυριακίδη που εκφωνήθηκε από την Άντα Ζαφειροπούλου στα πλαίσια του 12ου Φεστιβάλ Βιβλίου στην Κουρούτα τον Αύγουστο του 2013.
της Άντας Ζαφειροπούλου
Είμαι εδώ σήμερα για να μοιραστώ μαζί σας τις εντυπώσεις μου από την πρώτη ποιητική συλλογή του Νίκου Κυριακίδη με τίτλο "Δρόμοι με ματωμένα γόνατα". To βιβλίο χωρίζεται σε 4 ενότητες, κάθε μια εκ των οποίων «προλογίζεται» κατά κάποιο τρόπο από ποίηση του Μίλτου Σαχτούρη, της Τζόυς Μανσούρ, Μέλπως Αξιώτη, και του Τomas Sterns Eliot, και εντοπίζοντας αυτόν τον διαχωρισμό πριν καν διαβάσω τα ποιήματα, η πρώτη μου σκέψη ήταν «Νίκο Κυριακίδη, προκαλείς!».
Ως αναγνώστης είχα καθαρίσει και είχα αδειάσει τη σκέψη μου για να δεχθώ χωρίς υποκειμενικές επιρροές τα όσα γράφει ο ποιητής, προκειμένου να τα «δω» όσο πιο αντικειμενικά γίνεται και μετά να τα αφήσω να πάρουν τον όποιο υποκειμενικό χαρακτήρα μέσα μου. Αλλά αυτές οι ποιητικές ταμπέλες που υπάρχουν πριν από κάθε ενότητα, μου γέννησαν προσδοκίες που πριν δεν είχα (ή τουλάχιστον είχα προσπαθήσει να αποβάλλω) σχετικά με το τι θα διάβαζα. Εκ των υστέρων, οφείλω να παραδεχθώ ότι δεν θα γινόταν να υπάρχει πιο κατάλληλη πρόκληση, και σπεύδω να εξηγήσω γιατί.
Η πρώτη ενότητα ξεκινά με μερικές αράδες του Μίλτου Σαχτούρη, «Τα Ταξίδια», ποίηση με έντονες επιρροές από υπερρεαλισμό γραμμένη σε γλώσσα λιτή, από έναν ποιητή του παραλόγου και του συμβολισμού που σκιαγραφεί την εικονοποιία της μεταπολεμικής περιόδου.
Τηρουμένων των αναλογιών, και ο Νίκος Κυριακίδης, μια ίδια ατμόσφαιρα περιγράφει, μεταπολεμική, αν όχι εμπόλεμη, αυτή που ζούμε σήμερα. Οι ήρωές του υπομένουν σιωπηρά, δίχως κουράγιο να αντισταθούν σε μία καθημερινότητα που τους εξαθλιώνει.
«Που πήγαν οι θυμωμένοι; Πόση υπομονή έχουν ακόμα οι ανυπόμονοι;»
αναρωτιέται και ο αναγνώστης συνειδητοποιεί ότι μιλά για αυτόν, τον αδρανή, κουρασμένο πολίτη του σήμερα που σιωπά ενώ μέσα του εξεγείρεται, που περιμένει, ενώ μέσα του επιθυμεί με βιασύνη την αλλαγή, τη βελτίωση.
«Κανείς δεν είχε γείτονες στα κοντινά σπίτια»
παρατηρεί, σκιαγραφώντας την μοναξιά, την απομόνωση, την αποξένωση που βιώνει ο σύγχρονος άνθρωπος εξαθλιωμένος οικονομικά και καταρρακωμένος ψυχικά. Ως λαός πιστεύαμε πως «ιστορία γράφουν οι παρέες». Στα μάτια του ποιητή, τώρα περιμένουμε κάτι άλλο. Σας διαβάζω απόσπασμα από το «Θλιμμένο» ποίημα του:
Κάτι άλλο θα φέρει το καράβι. Όχι τσάι για τη ζέστη, Όχι κορίτσια σε παρέες μικρές,
Αυτά ταξιδεύουν συνήθως χειμώνες
Και πάντα με τρένο.
Οι φήμες λένε για έναν αρλεκίνο. Μήπως κάνει τις μέρες μας αληθινές
Τις διακοπές των φτωχών λειτουργία.
Δεν ήρθε…
Άρχισαν οι ανίες. Ξανανοίξαμε το συρτάρι μας, Το φωτάκι πριν κοιμηθούμε.
Όλοι υποθέτουν πως σε λίγο ως συνήθως,
Κανείς δε θα θυμάται-
Περιγράφοντας κάποιες φωτογραφίες. Και επικήδειοι σιγανοί μιας αναμονής.
Επισκεπτηρίου;
Θλιμμένοι όπως το ποίημα μοιάζουμε, κι όπως ο ίδιος ο ποιητής αναφέρει στο ποίημα «Στους δρόμους», στο δρόμο είμαστε, και δεν ξέρουμε αν «πενθούμε ή ποθούμε» όπως λέει. Ο ίδιος καταλήγει:
«Όχι, ποθούμε, στα νεκροταφεία μέσα, στις αρνήσεις χωρίς έτοιμη σωτηρία, στο τυφλό πείσμα, στην επιμονή σαν βγάζει τη γλώσσα στην υπομονή. Ποθούμε».
Κάπως έτσι η πρώτη ενότητα του βιβλίου απαθανατίζει τις εικόνες που βλέπει ο ποιητής σε αυτό το πρώτο του ταξίδι σαν σε παλιά φωτογραφία, με νέα πρόσωπα όμως, με τα δικά μας πρόσωπα, με τα πρόσωπα όσων προσπαθούν μα δεν καταφέρνουν, όσων δεν αδίκησαν, μα αδικούνται από μία κοινωνία που στενάζει.
Η δεύτερη ενότητα ξεκινά με μία ρήση της αιγύπτιας, μάλλον προκλητικής σουρρεαλίστριας Τζόυς Μανσούρ, που φέρει τον τίτλο «Του αίματος». Στα ποιήματα που την ακολουθούν ο έρωτας μοιάζει σκοτεινός, ο θάνατος άκαρδος. Ο ποιητής περιγράφει τα «Θέρετρα Φασισμού» που χτίζονται γύρω μας και το πώς έχει καταντήσει ο άνθρωπος εξαιτίας τους. Διαβάζω:
Οι συνετοί λούφαξαν στα κρεβάτια τους. Καμιά φλυαρία. Καμιά αυτοκτονία. Τώρα οι φαντάροι δεν αλληλοπυροβολούνται. Τώρα οι αρμονίες ενηλικιώθηκαν- Έγιναν κραυγές.
Μέσα σε αυτά τα τείχη και σε αυτές τις κραυγές συχνά ξεπηδούν εικόνες σαν την ακόλουθη:
«Ο μικρός ξεμύτισε απ΄ τον κάδο με μια μισάνοιχτη συσκευασία κιμά, ένα χαρτονένιο κουτί τσαλάκα, με δυο κομμάτια πίτσα αναψοκοκκινισμένος. Πεισματάρικα.»
Κάπως έτσι ο έρωτας, ο θάνατος, και η Ιστορία, μέσα από αναφορές σε πρόσωπα όπως ο Ν. Ζαχαριάδης, συνδέονται αποδεικνύοντας μία αέναη επαναλαμβανόμενη εσωστρέφεια που σταδιακά εντείνεται καταλήγοντας πάντα στα ίδια αποκαρδιωτικά ρήγματα της κοινωνίας μας.
Μέσα σε μία τέτοια ατμόσφαιρα, η εισαγωγή στην τρίτη ενότητα του βιβλίου με τα λόγια της Μέλπως Αξιώτη φέρνει στο προσκήνιο τη Μνήμη, χαρακτηριστική επιρροή της δικής της ποίησης. Η γυναίκα που «θυμάται πια μόνον κάποιες λέξεις-κυρίως ονόματα» στο ποίημα του Κυριακίδη με τίτλο «Κρύωνε», οι όμορφες λέξεις που «κάνουν τους γέρους πιο αξιοπρεπείς στο τέλος» στο ποίημα «Τα Άκρα», το κορίτσι της «Καλλιδρομίου» που «πήρε μίαν ηδονή και την έφτιαξε κατανόηση», «Κάποιοι ψαράδες άθεοι και χαρτοπαίχτες» που «θυμήθηκαν άξαφνα τον τελευταίο της χορό» στο ποίημα «Γιατί δεν κάθονται τελικά σε κανέναν», το όνειρο από εψές το βράδυ, η «Γενέθλιος Ημέρα Πρώτη» που σε τίποτα δεν διαφέρει από τις υπόλοιπες ημέρες, το «Τουρνικέ» στα γήπεδα κάποτε, όλες αυτές οι αναφορές στην ποίηση του Κυριακίδη έρχονται να ζωντανέψουν το παρελθόν μέσα από ένα πρίσμα του σήμερα, λειτουργώντας ως απόπειρα ανάπλασης του παρελθόντος, προκειμένου να δικαιολογηθεί ενδεχομένως η παροντική μας έκβαση.
Με αυτό το σήμερα προσπαθεί να μας συμφιλιώσει η τέταρτη ενότητα της συλλογής αυτής, που εισάγεται με απόσπασμα από το τρίτο κουαρτέτο του Αμερικανού ποιητή Tomas Sterns Eliot. Η συμφιλίωση αυτή όμως, φαίνεται να έρχεται με έναν μάλλον ανορθόδοξο τρόπο, μιας και η ποίηση αυτή δεν καθησυχάζει, δεν κατευνάζει τα πνεύματα, και δεν μας παρηγορεί. Αντίθετα, η ωμή και πέρα για πέρα ειλικρινής περιγραφή της σκοτεινής πλευράς της πραγματικότητας μέσα από γλώσσα πικρή, ενίοτε ειρωνική, που δεν επιδιώκει να κρυφτεί πίσω από έναν δήθεν καθωσπρεπισμό, μας οδηγεί στον εντοπισμό, αν όχι στην παραδοχή ακραίων, ίσως, αλλά υπαρκτών καταστάσεων.
Με αυτές τις τέσσερις ενότητες στην ποιητική του συλλογή λοιπόν, και την επιλογή στίχων άλλων να τις προλογίζουν, ο Νίκος Κυριακίδης ορθά μας προκαλεί να δούμε χωρίς να εθελοτυφλούμε. Κάπως έτσι, κοιτώντας κατάματα την ρεαλιστική διάσταση του σήμερα, μπαίνουμε στη διαδικασία να το κατανοήσουμε καλύτερα, κάνοντας έτσι το πρώτο βήμα προς την αλλαγή.
Τελειώνοντας, θα ήθελα να επιστρέψω σε αυτό με το οποίο κανονικά θα έπρεπε να έχω αρχίσει αυτή την παρουσίαση. Τον τίτλο του. Πριν καν διαβάσω το βιβλίο, ο τίτλος από μόνος του αποτέλεσε για μένα τροφή για σκέψη, καταδεικνύοντας μία σύνδεση παρελθόντος, παρόντος, και μέλλοντος. Έχοντας διαβάσει την ποίηση του Νίκου Κυριακίδη, σκέφτομαι πως όλοι είμαστε δρόμος. Ξεκινήσαμε από κάπου, έχουμε φθάσει εδώ, και κάπου ευελπιστούμε να καταλήξουμε. Κατά τη διάρκεια αυτής μας της διαδρομής, ο δρόμος δεν ήταν πάντα στρωτός, κάποιες φορές ήταν χωμάτινος, δύσβατος. Και σκοντάψαμε και πέσαμε, και τα γόνατα μάτωσαν. Αλλά όπως τα μικρά παιδιά, πάντα σηκωνόμαστε, με μικρές ή μεγάλες πληγές, για να συνεχίσουμε τη διαδρομή μέχρι να δούμε τι έχει στο τέλος του δρόμου, ακολουθώντας αυτόν τον αόρατο μίτο που άλλοι το λένε μοίρα, και άλλοι επιλογή. Και κάπως έτσι φαίνεται να είναι τούτος ο αιώνας, σαν τον «Αιώνα» στο ποιήμα του. Διαβάζω:
Ακέφαλα κορίτσια
Εσύ χωρίς φίλους
Λάθος απαντήσεις
Κύκλοι παντού.
Τηρουμένων των αναλογιών,
Ονομάστε το:
Πρώτη Μοναδική Παρουσία.
Αυτό φαίνεται να είμαστε στην πρώτη μοναδική μας παρουσία εδώ, δρόμοι με ματωμένα γόνατα και ο τίτλος αυτού του βιβλίου μοιάζει καθολικός με κάποιο τρόπο, λες και το περιεχόμενο του μας αφορά όλους μαζί και καθέναν ξεχωριστά, ρίχνοντας φως στις μνήμες που κουβαλάμε έχοντας διανύσει ο καθένας τη δική του διαδρομή φτάνοντας ως εδώ. Η συλλογή αυτή για κάποιους θα μπορούσε να είναι ένας καθρέφτης ιδιαίτερα χρήσιμος. Γιατί βλέποντας αυτό που είσαι καταλαβαίνεις τι πρέπει να κάνεις για να αλλάξεις. Ευχαριστώ.
Σχόλια