Αφιέρωμα αμερικάνικη ποίηση και Τζάζ: Άνν Σέξτον και John Coltraine
Η σιωπή
Όσο πιο πολύ γράφω, τόσο η σιωπή μοιάζει να με
καταβροχθίζει.
C.K.
Williams
Το δωμάτιό μου είναι ασπρισμένο,
άσπρο σαν τον σιδηροδρομικό σταθμό του χωριού
κι άλλο τόσο σιωπηλό˙
λευκότερο απ’ τα κόκαλα της κότας
που λευκαίνουν στη σελήνη,
άσπιλα σκουπίδια,
κι άλλο τόσο σιωπηλό.
Υπάρχει ένα άσπρο άγαλμα πίσω μου
κι άσπρα φυτά
που θεριεύουν σα χυδαίες παρθένες
βγάζουν τις λαστιχένιες γλώσσες τους
αλλά δε λένε τίποτα.
Τα μαλλιά μου είναι το μόνο σκούρο.
Κάηκαν στην άσπρη τη φωτιά
κι είναι κάρβουνο μόνο.
Οι χάντρες που φορώ είναι κι αυτές μαύρες
είκοσι μάτια ανασυρμένα
απ’ το ηφαίστειο
σε τέλεια σύσπαση.
Γιομίζω το δωμάτιο
με λέξεις απ’ την πένα μου.
Απ’ αυτήν στάζουν λέξεις σαν αποβολή.
Εκσφεντονίζω λέξεις στον αέρα
κι επιστρέφουν σα μπαλιές σ’ επιφάνεια σκληρή.
Κι όμως υπάρχει σιωπή.
Πάντα σιωπή.
Σαν ένα πελώριο στόμα βρέφους.
Η σιωπή είναι ο θάνατος.
Έρχεται κάθε μέρα με τον καταπέλτη του
να κάτσει στον ώμο μου, ένα άσπρο πουλί,
να τσιμπολαγάει τα μαύρα μάτια
και τον παλλόμενο ερυθρό μυώνα
του στόματός μου.
Παράφορες Ανατολές
Σκοτάδι
μαύρο σαν το βλέφαρό σου,
ταχυδακτυλουργίες των άστρων,
το κίτρινο στόμα,
η μυρωδιά ενός ξένου,
η ανερχόμενη αυγή,
βαθυγάλανη,
χωρίς αστέρια,
η μυρωδιά του εραστή,
πιο θερμή τώρα
σα σαπούνι αυθεντική,
κύμα το κύμα
η φωτεινότητα
και τα πουλιά στις αλυσίδες τους
παραφρονούν με θορύβους του λάρυγγα,
τα πουλιά στα μονοπάτια τους
σκληρίζοντας στα μάγουλά τους μέσα σαν κλόουν,
περισσότερο, περισσότερο φως,
φύγανε τ’ αστέρια,
εμφανίζονται τα δέντρα με τις πράσινες κουκούλες τους,
το σπίτι εμφανίζεται απέναντι
ο δρόμος και το θλιβερό του λιθόστρωτο
οι τοίχοι της πέτρας χάνουν το μπαμπάκι τους
περισσότερο, περισσότερο φως,
κίτρινο, μπλε στις κορφές των δέντρων,
περισσότερος Θεός, περισσότερος Θεός παντού,
περισσότερο φως,
περισσότερος κόσμος παντού,
βαθουλώνουν τα σεντόνια των ανθρώπων,
τα παράξενα κεφάλια της αγάπης,
και το πρόγευμα
η τελετουργία αυτή,
περισσότερο, περισσότερο κίτρινο φως,
σαν του αυγού το κίτρινο,
οι μύγες μαζεύονται στο τζάμι,
ο σκύλος μέσα κλαψουρίζει για φαΐ
και η μέρα αρχίζει,
να μην πεθάνει, να μην πεθάνει κανείς,
όπως την τελευταία μέρα που ξημερώνει,
μια τελική μέρα χωνεύεται στον εαυτό της,
περισσότερο, περισσότερο φως,
τα ατέρμονα χρώματα
τα ίδια πάλι δέντρα να προχωρούν προς εμένα,
ο βράχος ν’ ανοίγει τις βαλίτσες με τις σχισμές
σαν όνειρο το πρόγευμα
κι η μέρα ολόκληρη μπροστά σου για ν’ αντέξεις
σταθερή, βαθιά εσωτερική.
Μετά το θάνατο,
μετά το μαύρο του μαύρου,
η φωτεινότητα αυτή
(να μην πεθάνει, να μην πεθάνει κανείς)
που γέννησε ο Θεός.
μτφ.: Κατερίνα Αγγελάκη – Ρουκ
Σχόλια