Μια κριτική προσέγγιση της Δώρας Κασκάλη της ποιητικής συλλογής "Επί σκηνής" του Σωτήρη Γάκου που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ars Poetica
Ο ποιητής-ηθοποιός αυτοπαρουσιάζεται Επί σκηνής
της Δώρας Κασκάλη
Θεατρίνοι, Μ. Α.
Στήνουμε θέατρα καὶ τὰ χαλνοῦμε
ὅπου σταθοῦμε κι ὅπου βρεθοῦμε
στήνουμε θέατρα καὶ σκηνικά,
ὅμως ἡ μοίρα μας πάντα νικᾶ.
Καὶ τὰ σαρώνει καὶ μᾶς σαρώνει
καὶ τοὺς θεατρίνους καὶ τὸ θεατρώνη
ὑποβολέα καὶ μουσικοὺς
στοὺς πέντε ἀνέμους τοὺς βιαστικούς.
Σάρκες, λινάτσες, ξύλα, φτιασίδια,
ρίμες αἰσθήματα, πέπλα στολίδια,
μάσκες, λιογέρματα, γόοι καὶ κραυγὲς
κι ἐπιφωνήματα καὶ χαραυγὲς
ριγμένα ἀνάκατα μαζὶ μ᾿ ἐμᾶς
(πές μου ποῦ πᾶμε; πές μου ποῦ πᾶς;)
Πάνω ἀπ᾿ τὸ δέρμα μας γυμνὰ τὰ νεῦρα
σὰν τὶς λουρίδες ὀνάγρου ἢ ζέβρα
γυμνὰ κι ἀνάερα, στεγνὰ στὴν κάψα
(πότε μᾶς γέννησαν; πότε μᾶς θάψαν!)
Καὶ τεντωμένα σὰν τὶς χορδὲς
μιᾶς λύρας ποὺ ὁλοένα βουίζει. Δὲς
καὶ τὴν καρδιά μας ἕνα σφουγγάρι,
στὸ δρόμο σέρνεται καὶ στὸ παζάρι
πίνοντας τὸ αἷμα καὶ τὴ χολὴ
καὶ τοῦ τετράρχη καὶ τοῦ ληστῆ.
Το μότο της παρθενικής ποιητικής κατάθεσης του Σωτήρη Γάκου δανείζεται στίχους του Σεφέρη κι εγώ μ’ ένα δικό του ποίημα θα ξεκινήσω, με το οποίο φαίνεται να συνομιλεί το σύνολο των ποιημάτων της συλλογής Επί σκηνής.
«Το θέατρο είναι η διάγνωση της περιπέτειας της ανθρώπινης συνείδησης», έγραψε ο Ιάκωβος Καμπανέλης. Κι ο Σωτήρης Γάκος με τη διπλή ιδιότητα του ποιητή-ηθοποιού ανατέμνει τα σωθικά του θεάτρου, μεταγράφει σε ποιητική ύλη τα συστατικά του και στοχάζεται πάνω στο θέατρο του σανιδιού και της ζωής, στα πολλαπλά προσωπεία που υιοθετούμε, στους ρόλους που παίζουμε, στους ρόλους που τελικά είμαστε ή γινόμαστε. Ο Oscar Wilde με οξυδέρκεια παρατήρησε ότι: «Ο άνθρωπος είναι λιγότερο ο εαυτός του όταν μιλάει ως ο εαυτός του. Δώσ’ του μια μάσκα και θα σου πει την αλήθεια».
Οι τίτλοι των ποιημάτων και το περιεχόμενο της συλλογής συνιστούν τα επιμέρους στοιχεία μιας θεατρικής παράστασης επί σκηνής. Εξάλλου μία ξεχασμένη λειτουργία της ποίησης είναι η απαγγελία της. Σαν ρόλος.
Τα θέματα που απασχολούν το ποιητικό υποκείμενο δεν είναι άλλα από τα θεμελιακά της ανθρώπινης ύπαρξης: ο έρωτας, τα όρια ψεύδους και αλήθειας, ο αυθεντικός εαυτός μέσα και έξω από τη σκηνή, αλλά και ζητήματα ποιητικής, καθώς και φλέγοντα αιτήματα του καιρού μας που αναπόδραστα καταγράφονται στην προβληματική πολλών καλλιτεχνών της γενιάς του Σωτήρη Γάκου.
Η συλλογή ξεκινάει με το ομώνυμο ποίημα, «Επί σκηνής», όπου η ζωή παρουσιάζεται ως μια θεατρική παράσταση χωρίς σκηνοθετικές οδηγίες. Η υπέρτατη πράξη του ηθοποιού, το αίτημα του κοινού είναι να ζει το ρόλο του: «να ζούμε το παιχνίδι, να ζούμε τις πράξεις μας». Ήδη ο ποιητής αναστοχάζεται πάνω στο δίπολο θέατρο-ζωή που στην περίπτωσή του συμπλέκονται με τρόπο αξεδιάλυτο.
Το δεύτερο κιόλας ποίημα, «Οι λέξεις», αποτελεί ένα είδος ποιήματος ποιητικής για τις λέξεις που «πασχίζουν να γίνουν εικόνες». Ο ποιητής ανασκάπτει τα φερτά υλικά της ύπαρξης, προκειμένου να ανασύρει στο φως το ατόφιο ή σπασμένο (ανάλογα) αγγείο του αυθεντικού εαυτού: «να είσαι ένας άλλος, ίσως αυτός που πάντα ήσουν». Η αναζήτηση του ποιητή γίνεται πάντα στο σκοτάδι, χωρίς λέξεις-κλειδιά. Κι όταν ακόμη έχει την υποψία ότι μπορεί να παγιώσει τη συγκίνηση και τη νόηση σε λόγο, η ίδια η φύση της ποίησης παλινδρομεί σε συνεχείς αναρωτήσεις: «Γυρνάς πίσω σελίδα/ πρέπει να μάθεις να χορεύεις λέξη τη λέξη». Ο ποιητής-χορευτής των λέξεων είναι αυτός που καταφέρνει να βρίσκει την εσωτερική αρμονία των ήχων, αυτός που επιβάλλει νέες λογικές συνάψεις στις πολυμεταχειρισμένες λέξεις.
Το ποίημα «Ενσάρκωση» είναι ένα καθαρόαιμο ποίημα «υποκριτικής». Η στερεότυπη «ενσάρκωση» του ρόλου, το να δανείζει ο ηθοποιός το σώμα, «σαρξ εκ της σαρκός» αναφέρει εμφατικά ο ποιητής-ηθοποιός, είναι η μέγιστη πράξη αποταυτοποίησης και εμβάπτισης στο δέμας και το θυμικό του ρόλου. Το τελικό αποτέλεσμα είναι μια ταύτιση πειστική όχι μόνο για το κοινό, αλλά και για τον υποκριτή: «Κι οι λέξεις γίνονται δικές μου. Δεν υπάρχει ρόλος».
Ένα από τα βασικά καύσιμα της ψυχής, ο έρωτας, επανέρχεται πρωταγωνιστικά ή σε δεύτερο πλάνο στα ποιήματα της συλλογής. Στο «Θεωρείο», η συντροφικότητα ταυτίζεται με την αγνότητα: «Εμείς όμως βαδίζουμε αλλιώτικα, αθώα/ σαν τα παιδιά που μόλις μάθανε να περπατάνε», με την ειλικρίνεια να αναγνωρίζει κανείς τα λάθη του: «Στο θεωρείο, απόμακροι θεατές των λαθών μας», αλλά και με τη μέγιστη πράξη της αγάπης που μοιράζεται, που συμπονά, που αποτελεί παραμυθία και φάρμακο και εφαλτήριο για τις πιο παράτολμες πράξεις: «Σου κράτησα το χέρι μέσα στο σκοτάδι/ να μη φοβάσαι/ να ’χεις την ψυχή μου ακροβάτη».
Ανάλογης θεματικής και θερμοκρασίας και το «Υποβολείο», στο οποίο ο Γάκος παίζει με την θεατρική σύμβαση του υποβολέα. Σε ένα κατεξοχήν ερωτικό ποίημα, το υποβολείο πέφτει σε αχρηστία, ο υποβολέας μένει άνεργος και ανενεργός. Κανένα κείμενο, κανένας σκηνοθέτης, πόσω μάλλον ένας απλός υποβολέας δεν μπορεί να προβλέψει το τραύμα του ανεπίδοτου έρωτα: «Σου ψιθύρισα γλυκά: «να με προσέχεις και να μ’ αγαπάς/ δεν άκουσες», το πένθος της απουσίας του: «Σου φώναξα: «στάσου, μείνε ακίνητη»/ κι εσύ έτρεξες, χάθηκες».
Ποίημα της ίδια ατμόσφαιρας η «Σιωπή», αναφέρεται στον βασικό ερωτικό πρωταγωνιστή, στην ποθητή γυναίκα που παίζει το ρόλο της πάνω στη σκηνή. Ήδη απόμακρη, ήδη διαθλασμένη μέσα από την απουσία της: «Κι εγώ σ’ άκουγα/ μέσα στο χειροκρότημα». Ή η «Σαμία», όπου μια θεατρική παράσταση ως άλλη μαντλέν γίνεται αφορμή για να ανακληθεί ένας περασμένος έρωτας που ξεκίνησε σε μια ίδια παράσταση.
Ποιήματα, όπως η «Αφίσα» αντλούν απευθείας από τον κόσμο του θεάτρου, μιλούν για την αναμονή του ηθοποιού προ της παράστασης, αλλά και τη συνακόλουθη λόγω της κρίσης ανεργία του τις ημέρες της ανάπαυλας: «Όνειρο ήταν πάει· και πάλι αναμονή/ αβέβαιο μέλλον γεμάτο αισιόδοξη ανεργία». Ο Γάκος μας δίνει με τρόπο συμβολικό, αλλά και με πικρή ειρωνεία τη δισυπόστατη φύση του ηθοποιού: η ολιγόωρη ζωή του καλλιτέχνη που πουλιέται όσο-όσο: «Ντελάλης των ονείρων μου ο καθένας» σε ιλουστρασιόν αφίσες και η άλλη ζωή, του ανθρώπου που αναμένει, που μετράει το χρόνο και τις χαμένες ευκαιρίες, που αναζητά νόημα ύπαρξης σε δύσκολους καιρούς.
Το θέατρο της ζωής και οι πρωταγωνιστές του, αμφίσημα παρουσιάζονται στους «Θεατρίνους» σε πρώτο πληθυντικό ως ένα ενεργητικό σύνολο ανθρώπων που δεν παραδίδονται: «Τίποτα δεν μας χαρίστηκε ακόμα, για πάντα θα παλεύουμε να έχουμε απλά ο ένας τον άλλο». Συγχρόνως αρθρώνεται δειλά ένα είδος δήλωσης μιας γενιάς που πολλοί βιάζονται να την χαρακτηρίσουν «χαμένη»: «να περπατάμε, να πέφτουμε, να φωνάζουμε και να ζητάμε τα πάντα από τη ζωή». Ένα από τα πλέον πολιτικά ποιήματα της συλλογής για τη γενιά του Γάκου που βρίσκεται σε αντιπαλότητα με την προηγούμενη, την περίφημη της Μεταπολίτευσης και όσα αυτή μας κληροδότησε, με τα συνακόλουθα ερωτηματικά για το ποιος και τι έφταιξε: «-Παλέψαμε για το ψέμα ή για την αλήθεια;/ -Παλέψανε για τον χαβά τους!»
Ίδιας θεματικής είναι και το «Μην αρνηθείς αυτόν το ρόλο»: ο ποιητής στοχάζεται πάνω στις προκλήσεις της νέας γενιάς που υφίσταται αυτή τη βάναυση ανατροπή της ζωής της. Ζωτικό και σωτήριο είναι να σηκωθεί κανείς από τον καναπέ, να επιλέξει τη δράση, ένα ρόλο χωρίς προδιαγεγραμμένο τέλος και λόγια: «Θα δεις πως όλα θα αλλάξουν όταν σταθείς όρθιος γυμνός μπροστά τους χωρίς ανταλλάγματα». Η κατάφαση στην πρόκληση της ζωής είναι το νέο αίτημα των καιρών: μετά τον κατασκευασμένο από φθηνά υλικά εαυτό των προηγούμενων δεκαετιών, πρωταγωνιστής πρέπει να γίνει ο γνήσιος, «εκφρασμένος εαυτός». Αντίθετα, σε ένα άλλο ποίημα της συλλογής, με ειρωνεία φιλοτεχνείται ολιγόστιχα ο «θεατής» που επιλέγει τη θέαση από τη δράση, αν και δηλώνει απολογητικά ότι δεν είναι «απαθής».
Στη νέα γενιά, περισσότερο υπαινικτικά αυτή τη φορά, αναφέρεται και «Το τραγούδι». Το κορίτσι που γελά στο σκοτάδι, αθώο και ιερό μέσα στην άγνοιά του, θα συνεχίσει το ζωικό χορό του, θα ψάχνει για πάντα «τον ήλιο μέσα στο άδειο θέατρο», ακολουθώντας το δρόμο που εκείνο ξέρει. Ευτυχώς, θα συμπλήρωνα εγώ. Το ποίημα έχει ως σταθερό διακείμενο το τραγούδι του Τσιτσάνη (στίχοι/ μουσική) «Ακρογιαλιές δειλινά» με το οποίο παιγνιωδώς συνομιλεί, ωστόσο εξακτινώνεται στη σφαίρα του πολιτικού και κοινωνικού σχολίου.
Τα περισσότερα ποιήματα περί θεάτρου, ανάμεσά τους και «Το κοστούμι», μπορούν και πρέπει να διαβαστούν όχι μόνο στα στενά συμφραζόμενά τους, αλλά και στην ευρύτερη διάσταση και περιπλοκή της ανθρώπινης ύπαρξης. Το κοστούμι είναι το βασικό εργαλείο του ηθοποιού, αλλά και ο κοινωνικός ρόλος που υιοθετούμε αβασάνιστα προκειμένου να έχουμε την αποδοχή των άλλων: «Μην! Μην αφήνετε το χειροκρότημά σας./ Εγώ ζω για την τρομακτική αναμονή του». Όταν απεκδυθούμε το κοστούμι, υπάρχει κίνδυνος οριστικής απώλειας του εαυτού: «Ξέχασα κάπου τον εαυτό μου,/ πίσω από ένα κοστούμι». Και είναι η στιγμή της αποκαλυπτικής αλήθειας, της πιο σκληρής, όταν ο «Προβολέας» του ομώνυμου ποιήματος ανοίγει και το παιχνίδι με τις σκιές και τις ψευδαισθήσεις τελειώνει.
Ποίημα περί θεάτρου και «υποκριτικής», αλλά με μια ανατρεπτική και ενδιαφέρουσα προσέγγιση είναι «Η αυλαία». Εδώ το ποιητικό υποκείμενο δεν είναι ο ηθοποιός, αλλά ο ρόλος. Είναι το φασματικό πρόσωπο που περιμένει αέναα πάνω στη σκηνή για να ενσαρκωθεί, να αποκτήσει υπόσταση μέσα από τον ηθοποιό. Αυτό φέρει τη δική του αλήθεια, είναι γενναίο και αληθινό σε αντίθεση με τον άνθρωπο που βγάζει το κοστούμι του, κρύβεται και οδηγείται μέσα στο άδειο θέατρο στην ανυπαρξία: «Δεν υπάρχεις πια» είναι η κατακλείδα του ποιήματος.
Στην ίδια κατηγορία ανήκει και η «Σκηνοθεσία», όπου χρησιμοποιείται η θεατρική σύμβαση ως πρόσχημα για να μιλήσει το ποιητικό υποκείμενο για την πολυπλοκότητα του ανθρώπινου βίου, τις τυχαίες σκηνοθεσίες που δίνουν κάθε φορά και διαφορετικό νόημα στα πράγματα: «Λέξεις, κινήσεις, χρώματα, αρώματα,/ αισθήσεις παντός είδους/ όλα θα μπουν σε μια σειρά μου έλεγες».
Αλλού πάλι, γίνεται με μεταφορικό τρόπο κριτική της κοινωνίας και της υποκρισίας της, όπως στο ποίημα «Θέατρο κατ’ οίκον». Το ποιητικό υποκείμενο επιλέγει την αλήθεια του σκότους και της σιωπής ως μόνη διέξοδο, ως μόνη λύση για να διασωθεί από τα ψεύδη: «Σβήσε το φως και μη μιλάς».
Κάποια άλλα ποιήματα μοιάζουν ως αποστροφές του ποιητικού υποκειμένου εις εαυτόν, όπως ο «Κομπάρσος». Με πικρία αναφέρεται στους κομπάρσους της ζωής και της σκηνής, στις επιλογές μια ζωής χαμένης: «όμως τα λάθη σου, δεν συγχωρούν το ρόλο που διάλεξες να παίξεις». Ή η «Πρόβα», όπου το ποιητικό υποκείμενο φαίνεται να συνομιλεί με τον εαυτό της χαμένης παιδικής ηλικίας, ο οποίος απωλέσθη οριστικά στην ωριμότητα.
Η πραγματική ζωή φαίνεται ότι βρίσκεται εκεί, στην άδεια σκηνή, μετά τις διαψεύσεις, στην ελπίδα που δεν έχει πραγματωθεί, στην ελπίδα που κάθεται αθέατη «Στις άδειες κερκίδες» του ομώνυμου ποιήματος, σε μια ζωή που δεν θέλει να παραδεχτεί την ήττα της, που ευτυχώς συνεχίζει την ατέρμονη πορεία της: «Κλείνω τα μάτια και βαδίζω».
Στο προτελευταίο ποίημα της συλλογής ο Γάκος επιλέγει να συνομιλήσει γόνιμα, αλλά και λιγάκι ειρωνικά με το ποίημα του Καβάφη «Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον». Μόνο που εδώ πλέον το ποιητικό υποκείμενο αποτελεί μέρος του θιάσου και με νομοτελειακό τρόπο αποδέχεται τη μοίρα του ηθοποιού, αλλά και τον αφανισμό του.
Η απεμπόληση των ρόλων, του στημένου παιχνιδιού, της προκάτ συμπεριφοράς ως στάση ζωής κλείνει τη συλλογή και το μάτι στον αναγνώστη της: «Τώρα ζω μαζί σου/ Κοιτώ τα μάτια σου και παίζω στ’ αλήθεια ερασιτεχνικά», σε ένα ποίημα που κινείται τόσο στο ερωτικό όσο και στο υπαρξιακό επίπεδο. Ο Γάκος δεν κλείνει τυχαία το πρώτο του ποιητικό πόνημα με το αίτημα της αυθεντικότητας. Φαίνεται σα να κλείνει κάποιους ατομικούς, αλλά και συλλογικούς λογαριασμούς, ενώ συγχρόνως ως μέλος της νέας γενιάς δηλώνει την ετοιμότητά του να συνεχίσει να ανοίγει νέους δρόμους, να παίζει τα δικά του έργα επί σκηνής.
Σχόλια