Γιάννης Πετρόπουλος - για την "Αποστασία" της Στέλλας Κωνσταντίνου
«ΑΠΟΣΤΑΣΙΑ»
Αν η γλώσσα ήταν μόνο για
επικοινωνία, πρόβλημα δε θα υπήρχε, αγαπητοί φίλοι. Συμβαίνει όμως να είναι κι
εργαλείο μαγείας και φορέας ηθικών αξιών. Προσκτάται η γλώσσα στο μάκρος των
αιώνων ένα ορισμένο ήθος, και το ήθος αυτό γεννά υποχρεώσεις
Η ποίηση αγαπητοί ομοτράπεζοι, ού
λέγει, ού κρύπτει, αλλά σημαίνει. Είναι
κάτι σαν το σήμαντρο της εκκλησιάς. Ένα νταγκ, την κατάλληλη στιγμή. Γιατί , το
ξέρουμε πολύ καλά, πως ότι σώσεις μέσα στην αστραπή, καθαρό στον αιώνα θα
διαρκέσει
Το είπαν οι ποιητές, παλιά, το
λένε και οι νέοι, οι δόκιμοι, θα το πουν και οι αυριανοί.
Είμαστε συγκεντρωμένοι σε τούτον
τον όμορφο χώρο ,γιατί μας έκλεισαν το μάτι τα ποιήματα, οι στίχοι, οι λέξεις,
τα φωνήματα , μπορεί και οι κραυγές της Στέλα. Λέξεις σαν πρόκες, λέξεις σαν
καραμέλες, λέξεις «εν αποστασία» και λέξεις ειρωνικές, λέξεις που σου κλείνουν
το μάτι και σου λένε:
«Κοίταξε, νιώσε, διάβασε, ζήσε, και
από την άλλη πλευρά είμαι η ίδια», λέξεις αιθεροβάμωνες, ναι γιατί όχι, λέξεις
τρελές, κι αν αυτό ακούγεται σαν ουτοπία, ε, ας υπάρχει κάποιος που τις
πιστεύει, γιατί έτσι κι αλλιώς, θέλει μανίκι το νερό για να σου το φορέσουν.
Κι αυτό δεν είναι καθόλου εύκολο.
Μας το λέει η Στέλα καθαρά από
τον τίτλο.
«ΑΠΟΣΤΑΣΙΑ»
Δε μας θυμίζει λίγο η λέξη, την
άλλη λέξη, την από-σταση. Από και στάση. Από και θέση. Είναι η ποιήτρια σε
κάποιο αθέατο μέρος από κι από θέση και στάση θεάται τον κόσμο και γράφει; Ή
είναι μέσα στον κόσμο , αλλά τον κρατά σε απόσταση;
Βεβαίως γράφει σε πρώτο πρόσωπο,
αλλά το περισκόπιο κοιτάζει εμάς, και μέσα από το εμείς τολμά να συγκινήσει.
Από πού φεύγει η ποιήτρια, γιατί
φεύγει, με ποια όπλα αμύνεται καθώς γίνεται ένας μικρός αναχωρητής, ποιους
αφήνει και σε ποιους ξαναγυρνά; Ή όλα αυτά είναι εκ του πονηρού και η ποιήτρια
αντί να μιλήσει για πρώτο πρόσωπο , μιλά για το εμείς.
Μήπως εμείς είμαστε που φεύγουμε,
που χανόμαστε, που αλλοιωνόμαστε και η ποιήτρια αντιστέκεται. Μήπως η κραυγή
του Σαρτρ «η κόλαση μου είναι οι άλλοι» κρύβεται πίσω από την αποστασία και από
ευγένεια δεν μας το λέει;
ΑΠΟΣΤΑΣΙΑ από πού; Από ποιον, και γιατί;
Η ποιητική συλλογή της Στέλας αγαπητοί
φίλοι, είναι χωρισμένη σε τρεις περιόδους.
Ρομαντική περίοδος
Περίοδος
Αντικατοπτρισμού ή Αντανάκλασης REFLECTION
Περίοδος
υπερπαγματικότητας – σουρεαλισμού
Στην πρώτη περίοδο, αν προσέξουμε
καλά , αν διαβάσουμε τους τίτλους των ποιημάτων , θα δούμε μια παράξενη
αλληλουχία μεταξύ των επιρρημάτων και των ουσιαστικών. Απουσιάζει προκλητικά το
ρήμα.
Προσέξτε τους τίτλους των
ποιημάτων:
Εδώ - Τίποτα – πόσο – Σάβανο – Προσευχή – Μια
νυχτικιά Κίτρινη .
Η Ρομαντική περίοδος
ξεκινά με τους στίχους :
«Εδώ . Στέκομαι, κοιμάμαι, ξυπνώ,
εδώ
Κάτω από τον ίσκιο της φωνής τους
Μέσα στη μέθη της ακοής μου….
Εδώ. Πορεύομαι, εργάζομαι,
ξενυχτώ, εδώ….
Και τελειώνει η ρομαντική
περίοδος με τους εξής στίχους:
Είμαι , άραγε, ποθητή ακόμα
Ή μήπως τον καφέ σου
αντιπροσωπεύω
Πικρός και απαραίτητος»
Προσέξτε. Δε λέει η ποιήτρια, τον
καφέ του, λέει τον καφέ σου, είναι σαν να λέει , ακούς σε εσένα
μιλώ, συνάνθρωπε, σ΄ εσένα που είσαι πλάι μου, δε γράφει «του», κάποιος, κάπου,
κάποτε. Σ’ εσένα που έχεις στα χέρια σου τους στίχους μου και διαλογίζεσαι μαζί
τους. Είναι σαν να συνομιλεί με τον καθένα μας ξεχωριστά , αφού μας έχει
γνωρίσει.
«Νερό στο πάτωμα, δέξου τη γλώσσα
μου»
Πόσο μοιάζει αυτός ο στίχος με
αυτό που λέει ο Εμπειρίκος «πάρε τη λέξη μου, δώσε μου το χέρι σου», ή με τον
στίχο του Ελύτη, «γυαλί στο φως». Κάτι σαν λάμψη. Ένα τσαφ και το απροσδιόριστο
γίνεται φανερό.
Στην ρομαντική περίοδο η Στέλα έντεχνα μέσα από τους στίχους της δομεί ένα
περιβάλλον «του θέλω» , «του ποθητού», «του ευ», αλλά έρχεται αντιμέτωπη με τον
κόσμο του Σαρτρ, που λέει ο υπαρξιστής φιλόσοφος πως «η κόλασή μου είναι η
άλλοι».
«Οκέι , τα κατάφερες τώρα!
Οκέι υποτάσσομαι!
Οκέι εξοργίστηκα τώρα!
Όκει , συμφωνήσαμε τώρα;
Εσύ τα καλά νέα, εγώ στοίβες τα
κεριά….»
Κική Δημουλά και Καβάφης;
Όχι.
Έχει ένα τρόπο η Στέλα να κάνει
το προσωπικό γενικό, χρησιμοποιώντας απλές λέξεις κι όχι επιτηδευμένες, λέξεις
με πολλά ερωτήματα. Δεν είναι τυχαίο ότι τα σημεία στίξης είναι παντού. Ο Νάνος
Βαλαωρίτης , ας πούμε δε βάζει ούτε τελείες, ούτε κόμματα, ούτε θαυματιστικά.
Ας τα βρει μόνος του ο αναγνώστης λέει, αν καταφέρει δηλαδή, κι αν μπορεί το
ποίημα , ας το συνεχίζει.
Είναι σαν να θέλει να βοηθήσει η
Στέλα τον αναγνώστη, τον μύστη ακόμα περισσότερο απ ότι τον βοηθούν οι ίδιοι οι
στίχοι.
Σε αυτούς τους άλλους καταθέτει την
ψυχή της σαν πρόσφορο.
«Ελπιδοφόρα μάτια μου, δειλό
χαμόγελό μου, ιδρωμένη πλάτη μου…δες
Το ποτήρι έσπασε.
Νερό στο πάτωμα , δέξου τη γλώσσα
μου.»
Η γλώσσα της Στέλας είναι οι
στίχοι της , που ξεκινά, ας το πούμε αθώα με τη ρομαντική περίοδο στη συλλογή
Αποστασία και πονηρεύει στην άλλη περίοδο, που είναι και η πιο δύσκολη, γιατί είναι
η περίοδος του Αντικατοπτρισμού, της αντανάκλασης.
Στην ρομαντική περίοδο τα
ποιήματα λειτουργούν σαν ένα καθρέφτης ,όπου η ποιήτρια, κοιτάζει τον εαυτό της
και βλέπει:
«Τη λογική και τον φιλόλογο της
τάξης της
Να χορεύουν βαλς στα όνειρά της»
με τη συνοδεία της μουσικής της
Καραϊνδρου , τις θεσπέσιες μουσικές της Ελένης, με τα ποιητικά πλάνα του Θεόδωρου Αγγελόπουλου
και το Μάνο Κατράκη να μένει μόνος σε μια σχεδία με την αγαπημένη του, χωρίς
πατρίδα, χωρίς όνομα, χωρίς Τίποτα και να ταξιδεύει στο άγνωστο.
Περίοδος
Αντανάκλασης ή Αντικατοπτρισμού
Η μεγαλύτερη απόσταση που μπορεί
να διαβεί ο άνθρωπος, φίλοι στα σκληρά εθισμένοι, δεν είναι αυτή από τη γη στο
φεγγάρι ή από τη γη στο ατελεύτητο σύμπαν, αλλά αυτή η απειροελάχιστη απόσταση
από το νου στην καρδιά.
Πως μπορεί να γίνει αυτό; Πως
μπορεί να το πλησιάσει ή να το προσεγγίσει ή να το προσδιορίσει η ποίηση;»
Στη δεύτερη περίοδο , στην
περίοδο της Αντανάκλασης ή του Αντικατοπτρισμού το σκηνικό αλλάζει.
Ο καθρέφτης παραμορφώνει τα
πράγματα.
Πού συμβαίνει η Αντανάκλαση, ή ο
αντικατοπτρισμός φίλοι στα σκληρά εθισμένοι;
Στην έρημο, βέβαια στην έρημο, εκεί
που η ποιητρια περπατά εξαντλημένη σε ένα άγνωστο σκληρό επαναλαμβανόμενο
αναλλοίωτο τοπίο, και βλέπει αυτά που θέλει να δει, αυτά που επιθυμεί, αυτά που
λαχταρά, βλέπει από υπερβολική επιθυμία κάτι που δεν υπάρχει, ή, πάλι μας
κλείνει πονηρά το μάτι, και μας καρφώνουν οι λέξεις σαν πρόκες.
Πάνω στο λευκό χαρτί, το τίποτα
υπάρχει. Λευκό είναι αυτό, δεν απορροφά τίποτα. Θέλει προσπάθεια να το
χαράξεις. Άροτρο. Τι να κάνουμε φίλοι. Η γραφή δεν είναι θεόπνευστη. Αυτό μόνο
στους ευαγγελιστές, όπως λένε.
Η Στέλα επικαλείται τη Μούσα της
, δηλαδή την ποίηση, το αγκονάρι της, το αντιστήλι της, που τέτοιες στιγμές
περισυλλογής νομίζει πως την ξέχασε.
Ο Σολωμός την επικαλείται για ν’
αποδώσει κάτι μεγαλειώδες που βλέπει να συντελείται στο Μεσολόγγι.
Η Στέλα στη περίοδο της
Αντανάκλασης φοβάται την απραξία του καναπέ, κοιτάζει το λευκό του χαρτιού και
, αν για κάποια στιγμή νομίζει πως δεν έχει νόημα η συνάφεια του κόσμου, πετάγεται
από τη θέση της και γράφει :
«Ποτέ ξανά μοναχική
Ποτέ ξανα νεκρή
Απλά ανθρώπινη»
Δεν απελπίζεται, δεν υπογράφει
συνθηκολόγηση, δε σηκώνει λευκή σημαία.
«Κάποιοι με σπρώχνουν , χώρο
θέλοντας να κάνουν
Άλλοι με αποφεύγουν για να μη
λερωθούν
Αν σωπάσω είμαι συνένοχη
Αν μιλήσω είμαι αστεία, γραφική
Ανθρωπε στα σκληρά εθισμένε:
«Χαμογέλα
Ακόμα κι αν όλα είναι ένα τίποτα
Τίποτα, μα τίποτα δεν είναι
δεδομένο»
Σουρεαλιστική
περίοδος ή υπερπραγματικότητας
«Το πρώτο πράγμα που έκανε ο θεός
στον κόσμο
Είναι η αγάπη.
Το πρώτο πράγμα που έκανε ο θεός
στον κόσμο είναι το
Μακρινό ταξίδι»
Σεφέρης.
«Ότι αγαπώ, ότι αγαπώ
Θέλω να ’χει την τελειότητα
Ενός κιονόκρανου»
Ελύτης
«Αγάπη που έγινες
Δίκοπο μαχαίρι»
Μιχάλης Κακογιάννης
Τα ερωτικά ποιήματα στην Τρίτη περίοδο, είναι όμορφα. Λάθος. Τα ερωτικά
ποιήματα, στην σουρεαλιστική περίοδο, έφταναν. Ή καλύτερα. Τ’ άλλα, δεν κολλούν
με τον Σουρεαλισμό της ζωής. Τα είπε πολύ καλά η Στέλα στις δύο προηγούμενες
περιόδους. Εκεί κολλούσαν.
Τι να κάνουμε, φίλοι στα σκληρά
εθισμένοι, το ποίημα «πλημμύρα Φθινοπωρινή» ή το ποίημα «καταστατικό», δεν
ταιριάζει με το ποίημα «εφτά ημέρες» ή το ποίημα «αγέλαστος σαν πρέπει». Όλ’
αυτά βέβαια κάτω από την υποκειμενική ματιά του αναγνώστη. Πάντα. Αλίμονο αν
συμφωνούσαμε.
Εδώ «στην Σουρεαλιστική περίοδο» , η Στέλα , μας δίνει
ωραία ποιήματα, σαν ώριμη από παλιά, σαν έναν εργάτης της λέξης και των
συναισθημάτων , σαν ένας συνδικαλιστής που υπερασπίζεται το δίκιο των
εργαζομένων, στην προκείμενη περίπτωση, η ποιήτρια υπερασπίζεται το
«καταστατικό των συναισθημάτων» επ’ αξιοσύνη.
«Κάνε», λέει η ποιήτρια,
«οτιδήποτε σε κάνει παιδί στα μάτια του παιδιού
Αγρίμι στα μάτια των μεγάλων»
Στο ποίημα ΑΠΟΣΤΑΣΙΑ , το ποίημα
που η Στέλα εύστοχα έδωσε στη συλλογή των ποιημάτων της , θα βρει κανείς
περίπου 30 ρήματα και περίπου 20 ουσιαστικά.
Γιατί το λέω αυτό;
Θα ήταν λίγο άστοχο σ’ ένα ποίημα
που ξεκινά με το ρήμα «έφυγε» ,που η ίδια η λέξη εμπεριέχει την κίνηση, τη
φυγή, τη δραπέτευση από κάπου, τα στατικά βαριά ουσιαστικά, τα πράγματα δηλαδή
να είναι περισσότερα από τα ρήματα.
Δεν είναι εύκολο να γίνει αυτό,
άσχετα αν η ποιήτρια, την ώρα της γραφής
, δε βάζει ζύγι.
Άθελα γίνεται αυτό και το ξέρει
πολύ καλά.
Με τις λέξεις δεν παίζουνε. Είναι
πολύ ακριβή πραμμάτεια για να τις χρησιμοποιείς για να χαράξεις το λευκό του
χαρτιού, έτσι για να πεις τον καημό σου ή να περηφανευτείς ότι μπήκες στον
κατάλογο των «δόκιμων» ποιητών.
Η Στέλα σε πολλά ποιήματα της
ΑΠΟΣΤΑΣΙΑΣ καταθέτει ψυχή και γνώση. Οι στίχοι της εμβαθύνουν στα πράγματα και
τα συναισθήματα.
Μπορώ με σιγουριά να πω και να υπογράψω
το στίχο του Καβάφη για τον νέο ποιητή, έτσι όπως το μαρτυρούν οι στίχοι του
στο ποίημα «το πρώτο σκαλί»
«Εδώ που έφτασες Στέλα
Λίγο δεν είναι
Τόσο που έκανες
Μεγάλη δόξα»
Σχόλια