Émile Verhaeren - Τρία ποιήματα


Ο ΦΟΒΟΣ

Μες απ’ του φόβου μου τους κάμπους, που ο Βοριάς τους φράζει,
σαλπίζει ο γέρος των Νοέμβρηδων τσοπάνης,
σαν δυστυχία, ορθός, μπρος στο σκαλί της μαύρης στάνης,
κι από τα μάκρη τα κοπάδια του θανάτου κράζει.

Ο στάβλος έσμιξε σφιχτά με τις παλιές μου τύψεις,
στο βάθος των απέραντων τόπων της θλίψης,
που ένα ρυάκι, ολόγυρα με δυόσμο, κουρασμένο
στερεύει απ’ τα κυλήματα σ’ ένα ρέμα στριμμένο.

Αρνιά μαύρα που κόκκινους σταυρούς στον ώμο φέρνουν
και τράγοι, μπαίνουν, πύρινοι που όλο τους δέρνουν,
σαν τα βαριά τα φταίσματα της ψυχής μου, του τρόμου.

Ο γέρος των Νοέμβρηδων βοσκός σαλπίζει μπόρα.
Πέστε, ποιες αστραπές θα ’ρθούν στη κεφαλή μου τώρα
για νά ’χω τόσο φοβηθεί από τον εαυτό μου;


ΣΚΟΤΑΔΙΑ

Του φεγγαριού η ματιά αδειανή και παγερή, κοιτάει
τ’ απέραντο βασίλειο της άσπρης χειμωνιάς·
η νύχτα είν’ ολογάλαζη και διάφανη· ο Βοριάς,
άξαφνα, σα μια μαχαιριά, περνάει και χτυπάει.

Οι χιονισμένοι δρόμοι στους ορίζοντες τους μακρινούς
σα να τρυπάν το διάστημα, μακριά, πάντα πιο πέρα·
και τ’ άστρα κρεμασμένα ως το Ζενίθ μες στον αιθέρα,
ψηλά, και πάντα πιο ψηλά, σα να τρυπάν τους ουρανούς.

Στης Φλάντρας τους αγρούς τα μαζωμένα χωριουδάκια
πλάι σε ποτάμια ή λαγκαδιές, μες απ’ αυτές τις δυο
απέραντες ωχρότητες, τρέμοντας απ’ το κρύο
όλο σκαλίζουν τη φωτιά, γύρω απ’ τ’ αρχαία τζάκια.


ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΡΕΛΟΥ

Οι ποντικοί του αντικρινού κοιμητηρίου
όταν το μεσημέρι φτάσει
μες στο κωδωνοστάσι μουρμουρίζουν.

Έχουνε την καρδιά μασήξει των νεκρών
κι από τις τύψεις τους παχαίνουν.

Και καταπίνουν τα σκουλήκια που τα πάντα τρων
και δε χορταίνουν.

Είν’ τα ποντίκια
που τρων τον κόσμο
πέρα για πέρα.

Η εκκλησιά; – Ήταν καλή κι αρχοντική,
με των ανθρώπων των φτωχών την πίστη μέσα,
και νά την πια που ρήμαξε
αφότου φάγανε οι ποντικοί
την κοινωνία.

Οι γρανιτένιοι τοίχοι εχάσαν τη θωριά των
και τα χρυσά κουφώματα των αγαλμάτων,
σαν τρύπες, άδεια ανοίγουν·
πέφτει όλ’ η δόξα η θρησκευτική
από τους στύλους τους ψηλούς κι απ’ του ιερού τα τόξα
χάμω, εκεί.

Έχουν μασήξει οι ποντικοί

τα ευμενικά φωτοστεφάνια των εικόνων,
τα χέρια τα δεμένα
της πίστης την Επαύριον,
τις μυστικές τις τρυφεράδες
στα βάθη των εκστατικών ματιών, κι ακόμα
της προσευχής τα χείλη τα κλεισμένα
μ’ ένα χρυσό φιλί στης δυστυχίας το στόμα.
Οι ποντικοί
έχουν μασήξει ολόκληρα χωριά
πέρα για πέρα.
Και τώρα ακόμη
που τα τρελά τα σήμαντρα χτυπάνε
ζητώντας οίχτο, κράζοντας συγνώμη,
ουρλιάζοντας, από τις στέγες πέρα

πέρα ώς τους ήχους που μουγκρίζουν στον αγέρα,
κανένας δεν ακούει πλιά και πρόσωπο δε βλέπει:
Αφού είν’ αυτή η ψυχή του κάμπου,
από καιρό και για πολύ
τυφλή.

Και μες στο κοιμητήρι μόνο οι ποντικοί
όταν οι Εσπερινοί βουητά, κοφτά χτυπάνε
με την καμπάνα εκεί
μιλάνε.



Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις