Γιώργος Μπλάνας - Στασιωτικό Πεντηκοστό Όγδοο


Έσπασα τρεις τουλάχιστον φορές
τα δόντια του Είναι σας, ασύστατοι, και πάντα
έτρεχε μαύρο το Μηδέν, ζεστό, λαμπρό,
σαν το αίμα του παιδιού, που προσπαθεί να επιβληθεί
πληγή-πληγή στο αρπακτικό της γης:
παλάμες, γόνατα, όλα να βογκούν
«Ούτε θεός, ούτε πατέρας, ούτε αφέντης·
είναι δεν είναι εφικτό». Κι ο Σαρτρ
με το ένα μάτι να κοιτάζει
κατά την Κίνα και με το άλλο την Στοκχόλμη...
Να λείπουν οι ενστάσεις και οι διαμαρτυρίες!
Ξέρω καλά ποια είναι η διαφορά
της πόρνης από τον επαναστάτη:
Η πόρνη ξέρει πως Είναι να είσαι Μηδέν
στο ακέραιο μιας νύχτας Ευρωπαϊκής
που την ξέρασαν οι άμμοι της βόρειας Αφρικής
σαν νοθευμένο ουίσκι.

Προσπάθησα να σας αδειάσω τη γωνιά.
Αποτύχατε. Ο κόσμος είναι φτιαγμένος με λόγια.
Κανείς δεν μπορεί ν’ αφήσει έναν κόσμο
φτιαγμένο με λόγια. Κανείς
δεν μπορεί να χαλάσει έναν κόσμο φτιαγμένο με λόγια:
Αδέσποτα βουνά μακάρια ξαπλωμένα
στο κράσπεδο του ορίζοντα,
πλανόδια χωριά να τριγυρίζουν
από χωριό σε χωριό, πουλώντας
ξυλόγλυπτα και υφαντά και βότανα
και πέρα η θάλασσα, ύπουλη παρθένα
ν’ αφρίζει σύγκορμη στους σκοτεινούς μηρούς
των βράχων, καθαρότατο το φως ν’ αμφισβητεί
τους εντός σχεδίου λουόμενους θεσμούς
κι η σιωπή των νεκρών
να κραυγάζει εξ ουρανών:
«Τώρα θα δούμε πόσα ψοφίμια
βάζει ο λάκκος του αιώνα, δυστυχείς
των άρτιων κι επικλινών κι οικοδομήσιμων ακτών».

Αφήστε, αφήστε! Μόνο η τέχνη και ο έρωτας αξίζουν·
τα υπόλοιπα: αρπακτικά ή αρπακτικών βορά. Ακούτε;
Ούτε τι κάνετε άκρη-άκρη στον γκρεμό
του Είναι σας δεν ξέρετε. Λοιπόν, αποφασίστε.
Άδικα έσπειρε το εργατικό Μηδέν
με λάμψεις το σκοτάδι του; Όποιος είναι
να πέσει, ας πέσει. Είναι μια τέχνη αυτό.
Όποιος διστάζει, ας σταθεί
στο ύψος του έρωτά του.
Ανοίξτε, επιτέλους, τη ζωή σας
να μπει η δροσιά του αναίτιου των αστεριών.
Ν’ ακουστεί στη διαπασών των πλανητών
η λάμψη των παιδιών σας. Δείτε, να!
Δεν βλέπετε, δεν βλέπετε! Τυφλοί!
Τυφλοί σαν άχρηστοι σηματοδότες
στις ασυνάρτητες συνοικίες του Αίμου –
αίμα και σάρκα, όλα φτιαγμένα από αίμα και σάρκα,
όλα φτιαγμένα όπως λέμε: «αίμα και σάρκα»,
μόνο το αίμα κι η σάρκα
φτιαγμένα από σκυρόδεμα και συνθετικό λιπαντικό,
φτιαγμένα όπως λέμε: «Σκυρόδεμα» και «Συνθετικό λιπαντικό».
Κουβάρι, όλα κουβάρι. Πού να βρεις
ποιο είναι το υφαντό της προκοπής
και ποιες οι ψεύτικες δαντέλες
- στην ούγια: Οτέλ Κάρλτον Σαιν Μορίς;
Κουβάρι· τρέχουν, παίζουν,
με το κουβάρι ένα κουβάρι διδακτορικά
σκυλάκια –ίσως Γ{έ;}ρ{ι;}κα ή απλά Ναζι{άρ;}ικα-
και τσιρίζουν: «Jus, Jus, Jus! Οι καπνιστές
προκαλούν καρκίνο στην Εθνική Οικονομία.
Έτσι θα καταστραφεί η Ευρώπη.
Τι θα γίνει ο κόσμος δίχως Ευρώπη;
Ευτέλεια, αμέλεια, συντέλεια.... Jus, Jus, Jus! »
Οι τοίχοι γύρω πορφυροί, γεμάτοι μάτια:
οιδήματα στιλπνά σαν τους καθρέφτες
κι οι καθρέφτες να αιμορραγούν οθόνες κι οι οθόνες
να σπαρταρούν μάτια τυφλά σαν στόματα
θρασύτατα: «Όπου κοιτάξουμε ο κόσμος μας πληγώνει.
Μα δεν πειράζει, δεν πειράζει, αφού ο χρόνος όλος
είναι παρών στο μέλλον, και η Κύπρος παρελθόν».
Γέλια παχύσαρκα, υστερικά, σε διατεταγμένη
προδοσία. Μετά εντελώς πρωτοποριακά:
«Δουλεύετε εσείς εκεί στο βάθος της σελίδας».
Στέρνα στεγνή κι ο περιβόητος Κορκόδειλος Κλαδάς
κομματιασμένος, μισοκαμένος, σε πλήρη στοίχιση, να προσπαθεί
να πουλήσει Εγγονόπουλο στα εγγόνια των βασανιστών του:
65 χρόνων στρατιώτης ματωμένος,
περίγελο των μειρακίων μισθοφόρων.
Κι ο έκλαμπρος Σιγισμούνδος
Μαλατέστα τρελός δεξιά
να διεκδικεί τα κόκκαλα του Πλήθωνα
από τα κατοικίδια σκουπίδια
των σκουπιδιών μιας ένδοξης
-τουλάχιστον, αν όχι εντελώς τετράποδης-
Αυτοκρατορίας, με το χρησιμοποιημένο
αλουμινόχαρτο στο χέρι –
να τα τυλίξει, να τα φυλάξει...
Να σώσει τι; Μια μητριά!
Πάει καλά!
Έτσι συμβαίνει
στην Ιστορία: κανείς δεν βλέπει
την κόλασή του, πριν του χώσουν στο μάτι
τον λογαριασμό του παραδείσου,
σαν γυαλί, σαν καρφί,
σαν άρθρο απ’ την Εγκυκλοπαίδεια [1751-1772]...

Για να είμαι ακριβής, υπήρξα οκτώ
ή περισσότεροι λόφοι
γεμάτοι κυπαρίσσια και έλατα.
Επιπλέον, μου άρεσαν πολύ
το κάπνισμα και τα οινοπνευματώδη.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις