Χρήστος Αρμάνδος Γκέζος - Μια κριτική παρουσίαση του βιβλίου του Νίκου Κυριακίδη "Δρόμοι με ματωμένα γόνατα"
του Χρήστου Αρμάνδου Γκέζου
Την ποιητική συλλογή «Δρόμοι με ματωμένα γόνατα» τη διάβασα σαν μια συλλογή σύντομων διηγημάτων ή και στιγμιότυπων, την αναπαρέστησα στο κεφάλι μου και την παρακολούθησα με συγκίνηση και συμπόνια σαν καρέ μιας ασπρόμαυρης ταινίας του ιταλικού νεορεαλισμού, εκεί γύρω στο ‘40 με ‘50, με πρωταγωνιστές ερασιτέχνες ηθοποιούς, ανθρώπους του μόχθου από τη μία και την άλλη γειτονιά της δοκιμαζόμενης ή ενίοτε σπαρασσόμενης πόλης, που παλεύουν να τα φέρουν πώς και πώς πέρα ενάντια στη φτώχια και καμιά φορά η μοίρα τούς φέρνει να συναντηθούν στο χωμάτινο σταυροδρόμι και να ανταλλάξουν δυο κουβέντες.
Το βιβλίο είναι χωρισμένο σε τέσσερις ενότητες, οι οποίες σαν τις τέσσερις εποχές του χρόνου όχι μόνο ενισχύουν την αίσθηση αυτού του διαρκούς της καθημερινής βιοπάλης, αλλά και λειτουργούν ως σώμα πάνω στο οποίο υλοποιείται μια σειρά συμβάντων, ροών, αντιθέσεων και επαναλήψεων: πολύ συχνοί διάλογοι μεταξύ των προσώπων –γιατί τουλάχιστον οι κουβέντες είναι τσάμπα ακόμα και όταν δεν μπορείς να φας το αμέσως πιο ζωτικό πράγμα που μπορείς να κάνεις είναι να ανταλλάξεις λόγια με κάποιον που ανασαίνει το ίδιο όπως κι εσύ–, συζητήσεις τις πιάτσας, μόρτικες καμιά φορά, κουβέντες για «γκόμινες», ένας ανεξιχνίαστος φόνος, μια συνάντηση στην τουαλέτα, μια λεκτική περιπλάνηση μεταξύ ερωτευμένων, η ταλαιπωρία ενός ναυτικού στη θάλασσα (σύμβολο ελευθερίας αλλά και βασάνου/τρόμου μπροστά στο άγνωστο) όλα συνθέτουν μια αδιάπτωτη σερνόμενη με τα γόνατα πορεία από το ’20 στο ’50 μετά στο ’80 και τέλος μέχρι το ’10, με το σάουντρακ από πίσω να τρεμοπαίζει για αρχή νωχελική τζαζ και να σβήνει τέλος σε ένα τραχύ ρεμπέτικο, το Πέραμα να κατεδαφίζεται ολοσχερώς και να παίρνει τη θέση του αυτοστιγμεί μια ανοίκεια Νέα Ορλεάνη.
Με γλώσσα τις περισσότερες φορές απλή, αφηγηματική, χωρίς εξάρσεις, πού και πού μάγκικη, πού και πού ελαφρώς και ανεπιτήδευτα διανοητική, σε συνήθως εκτεταμένα ποιήματα με τίτλους φιλοπαίγμονες και σαρκαστικούς, και γενικά ένα ύφος φρέσκο και δυναμικό, ο Κυριακίδης πραγματεύεται πρωτίστως το θέμα της φτώχιας και της εξαθλίωσης με τρόπο ιδιαίτερο, όχι συναισθηματικά εκβιαστικό και εντυπωσιακίστικο –κάτι που θα ήταν εξαιρετικά εύκολο αλλά και ανέντιμο τόσο δεδομένης της ίδιας της φύσης της φτώχιας όσο και της ειδικής συγκυρίας που όλοι μας πια λίγο πολύ βιώνουμε– αλλά με μια αποστασιοποιημένη νηφαλιότητα που δεν στερείται ωστόσο σκληρότητας και αναπαραστατικής δύναμης. Η πείνα, η εξαθλίωση, ο τέτανος, τα ποντίκια, η βρόμα κι η απλυσιά, η απόλυτη αβεβαιότητα κι ο φόβος, αποδίδονται τόσο ρεαλιστικά (όπως στο «strange fruit») όσο και σουρεαλιστικά (όπως στο «παζλ»), προσθέτοντας έτσι στην ποικιλομορφία ύφους και νοημάτων που χαρακτηρίζει τη συλλογή. Είναι το σταθερό περιβάλλον μιας σειράς γκρίζων κινουμένων σχεδίων που δεν αλλάζει και πάνω του ζωγραφίζονται όλες οι μορφές και προφέρονται όλες οι λέξεις, από τους πρόσφυγες του ’22 (τους «μπολσεβίκους από απέναντι») και τις εξορίες των αριστερών, μέχρι αργότερα το ’80 που παρά την επιφανειακή ευμάρεια ο πυρήνας έμενε πάντα σάπιος και πένης, ίδιος με τη συνείδηση, για να φτάσουμε στο τώρα και σε μια τραγική επανάληψη γνωστών πράξεων ενός δράματος που ποτέ δεν έπαψε. Οι δρόμοι είναι το γυαλόχαρτο όπου τρίβονται τα γόνατα των ανθρώπων που ματώνουν για να πάνε ένα βήμα πιο πέρα, να φτάσουν ένα κομμάτι ψωμί ή ένα φιλικό χέρι, και η φτώχια εκτός από τον πόνο που δημιουργεί αφ’ εαυτού, επηρεάζει βαθύτατα και τις διαπροσωπικές σχέσεις των ανθρώπων-ηρώων, τους κάνει καχύποπτους, τους δηλητηριάζει με φόβο, τους ροκανίζει την ψυχή από μέσα, και ακόμα πιο πέρα: διασπά την κοινωνική συνοχή και καταληκτικά στρώνει ή βοηθάει να στρωθεί το χαλί στον φασισμό, τον φασισμό που θίγεται ρητά και απροκάλυπτα από τον ποιητή για να καταστεί σαφές πόσο ρητά και απροκάλυπτα ξεπετιέται κι αυτός και σου δαγκώνει τη φτέρνα –κι είναι αυτό ένα από τα πιο θλιβερά επίκαιρα στοιχεία του βιβλίου, ιδιαίτερα παρακολουθώντας τις πολύ πρόσφατες εξελίξεις και δράσεις του μορφώματος της Χρυσής Αυγής. Ένα από τα αγαπημένα μου ποιήματα του βιβλίου, το «πέταξε πάνω από τον βρόμικο δρόμο», τελειώνει με το εξαίσια σαρκαστικό δίστιχο «πόσοι μένουν σε αυτό το σπίτι; είμαστε από τη στατιστική αρχή // πριν ένα λεπτό 21.865, ξέρετε αλλάζει συχνά το νούμερο» και αμέσως σκέφτηκα το χωριό που μεγάλωσα, τη Σκάλα Λακωνίας, όπου πολλοί Πακιστανοί μετανάστες φτάνουν αναζητώντας μια καλύτερη τύχη με ένα μεροκάματο στα περιβόλια με τα πορτοκάλια, και ζουν κατά δεκάδες στοιβαγμένοι σε δωμάτια-τρύπες. Βλέπουμε εύκολα εδώ πόσο μάταιη και αστήριχτη είναι η προσπάθεια να απαρνηθούμε μερικές φορές το παρελθόν και να παραφουσκώσουμε το παρόν και το μέλλον μας, απαρνούμενοι το γεγονός ότι η κυκλικότητα και η επανάληψη είναι βασικά στοιχεία του χρόνου.
Έναν πολύ ιδιαίτερο ρόλο στο βιβλίο του Νίκου Κυριακίδη κατέχει ο έρωτας, τόσο με τη συναισθηματική του πτυχή όσο με την πτυχή του της σεξουαλικής πράξης. «Είναι που ο έρωτας στις μέρες μας λέγεται πείνα» λέει ένας στίχος που σηκώνει πολλή συζήτηση, καθώς ο έρωτας πράγματι συγγενεύει εντυπωσιακά με την πείνα, έρωτας είναι η λαιμαργία για το σώμα και το πνεύμα του ερωτικού αντικειμένου, όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση η συγγένεια αυτή αποκτά ένα διαφορετικό νόημα μιας και η τροφή, το βιολογικό αυτό καύσιμο το απαραίτητο για τη συντήρηση της ζωής, πραγματικά απαραίτητο και περισσότερο αναπόσπαστο από τον έρωτα ή την αγάπη, ενδύεται την αύρα και την ουσία του ερωτικού παροξυσμού: ο άνθρωπος φτάνει να βλέπει την τροφή όπως θα έπρεπε να βλέπει μια ωραία γυναίκα ή έναν ωραίο άντρα. Ο έρωτας λοιπόν στα ποιήματα του Κυριακίδη στέκει πλάι στην εξαθλίωση σαν βαρίδι που σε τραβάει ακόμα πιο κοντά στον πάτο, συνοδευτικό στοιχείο του βάσανου και της κακουχίας, ακόμα και ενισχυτικό καμιά φορά ή επικίνδυνο, μιας και μπορεί να μεταδώσει βαρύτατες ασθένειες, να οδηγήσει στον θάνατο λες κι είναι καμιά βόμβα ή κάνα δηλητηριασμένο κομμάτι τυρί. Εμφανίζεται ως αναπόφευκτο ρυπαρό ένστικτο που εκτός όλων των άλλων αποσπά τον βασανισμένο από τον αγώνα του για μια καλύτερη ζωή και τορπιλίζει τη συντροφικότητα και την αλληλεγγύη. Ωστόσο, δεν δαιμονοποιείται ο έρωτας στα ποιήματα του Κυριακίδη. Θα έλεγα πως μέσα από αυτή τη διάσταση που του δίνεται, επιδιώκεται και εν τέλει επιτυγχάνεται να βγει δυναμωμένος, να βγει ανυψωμένος και να καταστεί μια έννοια υπερβατική, γιατί στην ουσία έχουμε να κάνουμε με μια κραυγή διαμαρτυρίας επειδή ο έρωτας σε τέτοιους καιρούς δεν μπορεί να βιωθεί αμόλυντα, μεγαλόπρεπα και ένδοξα όπως του πρέπει και του αξίζει, οπότε καλύτερα ας μείνει στην άκρη για να μην λερώνεται με ακαθαρσίες ποντικών, υποβιβαζόμενο έτσι σε κάτι ευτελές και γήινο. Μέσα σε όλο αυτό το βάναυσο αντιερωτικό τοπίο, στέκουν οι πόρνες τραγικές αλλά και ηρωικές φιγούρες που πουλάνε το κρέας τους όπως ο χασάπης πουλάει το δικό του για να χορτάσει τον κόσμο.
Το βιβλίο είναι διαποτισμένο με μια έντονη νοσταλγία για το παρελθόν, όχι ως κατάσταση αλλά ως φορέα της χαμένης παιδικότητάς μας, της ανεμελιάς, της χαράς που έρχεται άκοπα και αυθόρμητα (κάτι που αποτυπώνεται με τον πιο άμεσο και όμορφο τρόπο στο ποίημα «τα δοκάρια»). Ο κόσμος οδεύει συνεχώς προς τα μπροστά αλλά η ανθρώπινη συνείδηση είναι μια οντότητα άχρονη, πολυπαραγοντική, τρέχει πότε πίσω πότε μπρος, και πράγματα ξεχασμένα ή περασμένα αποκτούν ιδιότητες σωτήριες, γίνονται καταφύγιο και παρηγοριά, μας κρατούν συνδεδεμένους με απολεσθέντα κομμάτια του εαυτού μας, με αγώνες που κάναμε και διαψεύσθηκαν, με όνειρα που κάναμε και θάφτηκαν. Όμως αυτό που μένει διαβάζοντας το βιβλίο, παρ’ όλες τις δυσάρεστες και θλιβερές παραστάσεις που παρελαύνουν μπρος στα μάτια σου και μέσα στο μυαλό σου, είναι ένα μικρό χαμόγελο, όχι χαμόγελο κάποιου αφελούς βαυκαλιζόμενου προσώπου που αγνοεί την πραγματικότητα και μόνο το ρίχνει έξω για να εθελοτυφλεί χωρίς να δίνει δεκάρα για το μεδούλι της ζωής, αλλά ένα χαμόγελο συνετό και σοφό, προερχόμενο από την πίστη στην αξία του ανθρώπου και την επίγνωση ότι πάντα υπάρχουν και χειρότερα και χωρίς να παλέψεις δεν κερδίζεται τίποτα. Αυτή η λεβέντικη και περήφανη στάση απλώνεται μέχρι και τη θεώρηση της ήττας στον εμφύλιο, για την οποία ήττα ο ποιητής, παρόλο που δεν κρύβει τις πολιτικές του ρίζες, καταθέτει μομφή σε όσους συνεχίζουν να μεμψιμοιρούν.
Η πραγματική γοητεία αυτής της ποιητικής συλλογής δεν αποκαλύπτεται μεμονωμένα στα ποιήματα. Θυμήθηκα τις ταινίες του Όζου, τις ήρεμες και νωχελικές ταινίες αυτού του σπουδαίου Ιάπωνα σκηνοθέτη, που πρέπει να τις δεις συνολικά σαν ένα ενιαίο έργο για να τις εκτιμήσεις όπως πρέπει, γιατί μόνο τότε αναδεικνύεται η σωρευτική τους δύναμη και η ακριβής και ακριβή γοητεία με την οποία αποτυπώνουν τις πτυχές μιας ολόκληρης κοινωνίας. Έτσι και στο «δρόμοι με ματωμένα γόνατα», το πλήθος νοημάτων και εμπειριών που περιγράφονται, το βάθος του ανθρώπινου κόσμου και πλούτου καταμεσής της άστοργης φτώχειας, το πολυσχιδές της ανθρώπινης φύσης, γίνονται όλα πιο εύγλωττα και ανάγλυφα και διεισδυτικά αν θεωρήσουμε τα επιμέρους ποιήματα κύτταρα του ίδιου αδιαίρετου σώματος · το καθένα έναν ξεχωριστό άνθρωπο με το δικό του δράμα από πίσω, κι όλοι μαζί κάτοικοι ενός μικρού χωριού ή μιας μεγάλης πόλης που για να τα δεις καλύτερα πρέπει να κοιτάξεις από ψηλά.
Σχόλια