22 Δεκεμβρίου 2009
καλαντα
09 Δεκεμβρίου 2009
Μαρία Κούλη

Αίφνης εξωκείλαμε...
φταις, το ξέρεις
χρόνια μπάζαμε νερά αμφιβολίας
ούτε ρωγμή δεν κάλυψες
έστω όπως όπως
μείναμε από καύσιμα πέρσι
στη γιορτή σου
πνιγόσουν είπες
ως τότε πλέαμε καλά
πλώρη μηχανοστάσιο εσύ
εγώ πρύμνη και άγκυρες πολλές
τα παιδιά σηματωροί απλελπισίας
κρατούσαμε καλές ισορροπίες
έγερνα πάντα δεξιά
αριστερός εγκέφαλος, όπως λέει κάποιος γνωστός
εσύ διόρθωνες εντροπίες δήθεν ώσπου...
εξωκείλαμε σου λέω
γνώριμη τούτη η ξέρα, δε νομίζεις;
Θέα στον ακάλυπτο
χάθηκε ο κόσμος να ήτανε
μεζονέτα στην Εκάλη;
Μη μου στέλνεις SMS
δεν έχω σήμα, ούτε άλλωστε κι εσύ
κοίταξέ με
εμένα
αληθινά
είμαστε μόνοι
ναυαγοί
το ξέχασες;
27 Νοεμβρίου 2009
Γιάννης Ρίτσος

ΦΩΣ
Ένα κλαδάκι μυγδαλιάς
μπρος στο παράθυρο,
ένα κλαδάκι μονάχα
σου κρύβει το μισό χωριό.
Ο έρωτας με την παλάμη του
Σου κρύβει όλο τον κόσμο.
Μένει το φως μονάχα.
10 Νοεμβρίου 2009
''ανθρωπος στο πηγαδι'' - μανος ελευθεριου.
05 Νοεμβρίου 2009
Ερωτικά ποίηματα - Εουτζένιο Μοντάλε
Άνεμος στο μισοφέγγαρο
Εδιμβούργο
Η μεγάλη γέφυρα δεν οδηγούσε σ’ εσένα.
Μ’ ένα νεύμα, θα σ’ είχα φτάσει διαπλέοντας
και τους υπονόμους. Αλλά όμως οι δυνάμεις μου,
με τον ήλιο πάνω στα κρύσταλλα
των μπαλκονιών, κιόλας μ’ άφηναν.
Ο άνθρωπος που κήρυσσε στο καμπύλο δρόμο
με ρώτησε «Ξέρεις που είναι ο Θεός;» Το ‘ξερα
και του το ‘πα. Κούνησε το κεφάλι του. Χάθηκε
μέσα στον στρόβιλο που άρπαξε σπίτια κι ανθρώπους,
τα σήκωσε ψηλά, πάνω στην πίσσα.
Σαγήνη
Ω μείνε κλεισμένη κι ελεύθερη στα νησιά
της σκέψης σου και της δικής μου,
μες στην ανάλαφρη φλόγα που σε τυλίγει
και που δεν γνώριζα προτού
να συναντήσω την Διοτίμα, εκείνη που τόσο σου μοιάζει!
Μέσα της πάλλεται πιο δυνατά το ερωτικά τζιτζίκι
στην κερασιά του κήπου σου.
Τριγύρω ο κόσμος ξεθωριάζει, διάπυρη,
από την λάβα που οδηγεί στην Γαλιλαία
τον κοσμικό σου έρωτα, προσμένεις την στιγμή
να βρεις τον πέπλο που μια ημέρα
σ’ εμνήστευσε με τον Θεό σου.
Το Σπίτι των τελωνοφυλάκων
Δεν θυμάσαι το σπίτι των τελωνοφυλάκων
στο ύψωμα που κρέμεται επάνω απ’ τους βράχους:
έρημο σε περιμένει από την νύχτα αυτή
που πρόβαλε το σμήνος των λογισμών σου
και στάθηκε εκεί μέσα ανήσυχα.
Ο Λίβας χρόνια τώρα δέρνει τα αρχαία τείχη
το γέλιο σου δεν ηχεί πια χαρούμενο
η πυξίδα έχει τρελαθεί
και οι ζαριές πια δεν πετυχαίνουν
Δεν θυμάσαι, άλλες στιγμές αποσπούν
την μνήμη σου, το νήμα ξετυλίγεται.
Κρατώ ακόμη μια άκρη του, μα απομακρύνεται
το σπίτι και στην κορφή της στέγης η μαυρισμένη
ανεμοδούρα γυρίζει ανελέητα.
Κρατώ μιαν άκρη, μα μένεις μόνη
και δεν σε νιώθω ν΄ ανασαίνεις στο σκοτάδι.
Ω, χάνονται οι ορίζοντες και φέγγει
ανάρια η λάμψη του πετρελαιοφόρου!
Το πέρασμα που ‘ναι; (Πληθαίνει
το αντιμάμαλο και πάλι στην απόκρημνη ακτή…).
Δεν θυμάσαι το σπίτι εκείνης
της νύχτας μου. Δεν ξέρω ποιος φεύγει, ποιος μένει.
μτφ: Νίκος Αλιφέρης
23 Οκτωβρίου 2009
e.e. cummings - ε.ε. κάμμινγκς
μου αρέσει το σώμα μου όταν είναι με το δικό σου
σώμα. είναι ένα τόσο καινούργιο πράγμα.
μύες καλύτεροι και νεύρα ακόμα καλύτερα.
μου αρέσει το σώμα σου. μου αρέσει αυτό που κάνει,
μου αρέσουν τα πώς του. μου αρέσει να νιώθω τη ραχοκοκαλιά
του κορμιού σου και τα κόκαλά του, και το τρεμουλιαστό
-ακλόνητο- απαλό ακρωτήρι που εγώ
ξανά και ξανά και ξανά
θα φιλήσω, μου αρέσει να φιλάω αυτό και ‘κείνο σου,
μου αρέσει,, αργά να χαϊδεύω το, σκανδαλώδες χνούδι
της ηλεκτροφόρας γούνας σου, και αυτό το κάτι δια-
σχίζει την σάρκα που ανοίγει…. Και μάτια μεγάλα αγαπο-ψίχουλα,
και πιθανόν να μου αρέσει το ρίγος
από τα κάτω μου εσύ το τόσο καινούργιο
μτφ: θωμάς παπαστεργίου
20 Οκτωβρίου 2009
Ερωτικά ποίηματα - Πάμπλο Νερούδα

Νύχτα στο νησί
Ολονυχτίς κοιμήθηκα κοντά σου
δίπλα στη θάλασσα, στο νησί.
Ήσουν ατίθαση και τρυφερή ανάμεσα στη χαρά και στο όνειρο,
ανάμεσα στο νερό και στη φωτιά.
Μπορεί αργότερα να ‘σμίξαν τα όνειρά μας
στα ύψη ή στα βάθη,
πάνω σαν κλωνιά που σάλευαν στον ίδιον άνεμο,
κάτω σαν κοκκινόριζες που αγγίζονταν.
Μπορεί το όνειρό σου
απ’ το δικό μου να ξεμάκρυνε
και στο μουντό το πέλαγος
να μ’ έψαχνε
σαν τότε,
που ακόμα δεν υπήρχες,
τότε που αρμένιζα στο πλάι σου
δίχως να σε θωρώ,
και γύρευαν τα μάτια σου
αυτά που τώρα
τα χέρια σου γιομίζω
-ψωμί, κρασί, έρωτα και θυμό –
γιατί είσαι εσύ το κύπελλο
που πρόσμενε τα δώρα της ζωής μου.
Κοιμήθηκα κοντά σου
ολονυχτίς ενώ
η σκούρα γη γύριζε
με ζωντανούς κι αποθαμένους,
κι άξαφνα ξυπνώντας
μες στο σκοτάδι
το μπράτσο μου τη μέση σου αγκαλιάζει.
Μήτε τη νύχτα, μήτε το όνειρο
θα μας χωρίσουν πια.
Κοιμήθηκα κοντά σου
και στο ξύπνημα, το στόμα σου
ήρθε απ’ το όνειρό σου,
και μου ‘φερε τη γεύση απ’ τη γη,
απ’ το θαλασσονέρι, τα φύκια,
απ’ της ζωής τα βάθη,
και δέχτηκα το φίλημά σου
βρεγμένο από τη χαραυγή
λες και βγήκε
απ’ το πέλαγος που μας κυκλώνει.

Το γέλιο σου
Πάρε μου το ψωμί, αν θες,
πάρε μου τον αγέρα, μα
μη μου παίρνεις το γέλιο σου.
Μη μου παίρνεις το ρόδο,
τη λόγχη που τινάζεις,
το νερό που ξάφνου
χυμά απ’ τη χαρά σου,
το απότομο κύμα
το ασήμι που γεννάς.
Είναι σκληρός ο αγώνας μου και γυρνώ
με μάτια κουρασμένα
θωρώντας κάποτε
τη γη που δεν αλλάζει,
μα έρχεται το γέλιο σου
αναθρώσκωντας στον ουρανό γυρεύοντάς με
και μου ανοίγει τις πόρτες
όλες της ζωής.
Αγάπη μου, στις πιο μαύρες
ώρες μου τινάζεται
το γέλιο σου, κι όταν ξάφνου
δεις το αίμα μου
να λεκιάζει τις πέτρες του δρόμου,
γέλα, γιατί το γέλιο σου
θα ‘ναι στα χέρια μου
σα δροσερό σπαθί.
Δίπλα στη θάλασσα του φθινοπώρου,
το γέλιο σου ας αναβρύσει
σα σιντριβάνι, όλο αφρό
και την άνοιξη, αγάπη,
θέλω το γέλιο σου σαν
τον ανθό που πρόσμενα,
τον γαλανό ανθό, το ρόδο
της βουερής πατρίδας μου.
Γέλα στη νύχτα,
στη μέρα στο φεγγάρι,
γέλα στις στριφτές
στράτες του νησιού,
γέλα σ’ αυτό το άγαρμπο
αγόρι που σ’ αγαπά,
μα όταν ανοίγω τα μάτια και τα κλείνω,
όταν τα βήματά μου φεύγουν,
όταν γυρνούν τα βήματά μου,
αρνήσου με το ψωμί, τον αγέρα,
το φως, την άνοιξη,
μα ποτέ το γέλιο σου
γιατί θα πεθάνω.
μτφ: Ν. Χρυσόπουλος
19 Οκτωβρίου 2009
'' καιρος των χρυσανθεμων'' - μανος ελευθεριου
12 Οκτωβρίου 2009
Κώστας Καρυωτάκης
Μεσ' από το βάθος των καλών καιρών
οι αγάπες μας πικρά μάς χαιρετάνε.
Δεν αγαπάς και δε θυμάσαι, λες.
κι αν φούσκωσαν τα στήθη κι αν δακρύζεις
που δεν μπορείς να κλάψεις όπως πρώτα,
δεν αγαπάς και δεν θυμάσαι, ας κλαις.
Ξάφνου θα ιδείς δυο μάτια γαλανά
-- πόσος καιρός! -- τα χάιδεψες μια νύχτα·
και σα ν' ακούς εντός σου να σαλεύει
μια συφορά παλιά και να ξυπνά.
Θα στήσουνε μακάβριο το χορό
οι θύμησες στα περασμένα γύρω·
και θ' ανθίσει στο βλέφαρο σαν τότε
και θα πέσει το δάκρυ σου πικρό.
Τα μάτια που κρεμούν -- ήλιοι χλωμοί --
το φως στο χιόνι της καρδιά και λιώνει,
οι αγάπες που σαλεύουν πεθαμένες
οι πρώτοι ξανά που άναψαν καημοί...
04 Οκτωβρίου 2009
"Το λευκό χαρτί, σκληρός καθρέφτης".
(Δεν ήρθε ακόμα η στιγμή της πραγματικής αναμέτρησης, πρόσκαιρα ναρκώνει το νου με περιηγήσεις σε επιπόλαια νερά. Αντιγόνη Λ.)
02 Οκτωβρίου 2009
Τσέσλαφ Μίλος - Czeslaw Milosz
Όχι από νωρίς, μόλις πλησίαζα τα ενενήντα μου χρόνια,
ένιωσα μια πόρτα ν’ ανοίγει μέσα μου και πέρασα
στη διαύγεια του εωθινού πρωινού.
Η μία μετά την άλλη οι πρότερες ζωές μου φεύγανε,
όπως τα πλοία, μαζί με τις θλίψεις τους.
Και οι χώρες, οι πολιτείες, οι κήποι, οι όρμοι της θάλασσας
που βρίσκονταν κάτω απ’ τον χρωστήρα μου, ήρθαν κοντύτερα
έτοιμα τώρα να περιγραφούν καλύτερα από πριν.
Δεν απομακρύνθηκα απ’ τους ανθρώπους,
ο πόνος και η συμπόνια μας ένωσαν.
Ξεχνάμε – το λέω συνέχεια – πως είμαστε όλοι μας παιδιά του Βασιλιά.
Γιατί εκεί απ’ όπου ερχόμαστε δεν υπάρχει διάκριση
μεταξύ του Ναι και του Όχι, του ήταν και του θα είναι.
Ήμασταν άθλιοι, δεν χρησιμοποιούσαμε ούτε το ένα εκατοστό
απ’ το δώρο που λάβαμε για το μακρινό ταξίδι.
Στιγμές από χθες, και από αιώνες πριν
το χτύπημα ενός σπαθιού, ζωγραφισμένες βλεφαρίδες μπροστά στον καθρέφτη,
ένα γυαλιστερό μέταλλο, μια θανατηφόρα βολή από μουσκέτο, μια γαλέρα
που έφαγε το σκαρί της στον ύφαλο – όλα αυτά κατοικούν μέσα μας,
περιμένοντας για μια ολοκλήρωση.
Το ξέρω πάντα, πως θα ‘μια ένας εργάτης στο αμπέλι,
όπως όλοι οι άντρες κι οι γυναίκες που ζουν στην ίδια εποχή,
ακόμα και αν δεν το γνωρίζουν.
μετφ: Θωμάς Παπαστεργίου
29 Σεπτεμβρίου 2009
ΑΔΩΝΙΣ (Αλί Αχμάντ Σαΐντ)
Οι συναντήσεις φεύγουν κι η πληγή μέσα τους ανοίγει
σα λουλούδι έπαψα πια το κλαδί να γνωρίζω,
μήτε ο άνεμος θυμάται
τα χαρακτηριστικά μου - αυτό είναι το μέλλον μου; Ρώτησε
ο εραστής φωτιά,
και νοστάλγησε το ταξίδι που αναδύεται μέσ’ απ’ το πρόσωπό τους,
εντός τους ταξίδεψε…
Ποίημα από τη δίγλωσση (αραβικά-ελληνικά) ανθολογία «Οι αναλογίες και οι αρχές
28 Σεπτεμβρίου 2009
ΤΟΠΙΑ ΤΗΣ ΒΡΟΧΗΣ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

α’
Στο μαγαζί κόσμος πολύς.
Όρθιος έξω
με τυρόπιτα στο χέρι μου
ζεστή
απολαμβάνω τις μπουκιές μου.
Τα κομματάκια που πέφτουν
δε χάνονται˙ έρχονται
τα περιστέρια και ραμφίζουν
ό,τι το στόμα μου αφήνει.
Ύστερα διψάνε.
Τους δείχνω τις πιτσίλες
στη σέλα της μοτοσικλέτας
όμως εκείνα δε θέλουν να πιουν
σταγόνες που το στόμα μου
δεν έσταξε.
β’
Μια βροχοσταλίδα βρίσκει
στο ρόφημά μου στόχο.
Δεν την κατάλαβα απ’ τη γεύση
ούτε την είδα στο ποτήρι μου
να πέφτει. Όμως γνωρίζω
πότε πρόκειται να πιω
τον ουρανό. Το στόμα μου
στεγνώνει
και διψώ.
γ'
Το καλοκαίρι θα περάσει κορώνα γράμματα.
Μια μέρα του φθινοπώρου
θα μαζευτούμε οι καπνιστές στα καφενεία˙
θα κοιταχτούμε καλά
κι ύστερα θα βγούμε στη βροχή
να προστατεύσουμε
τα τσιγάρα που μας άναψαν
οι έρωτες.
Κι όπως θα γίνουμε ένα
με τις καύτρες του στήθους μας
θα καταλάβουν επιτέλους
του κόσμου όλου οι άκαπνοι
ποιο πάθος μας μοσχοβροντά
και ποιο μας αποτεφρώνει.
ΣΒΗΣΤΕ Τ’ ΟΝΟΜΑ ΜΟΥ
Εσύ, γυναίκα που γυμνώθηκες
μπροστά μου
για να φρίξει η μοναξιά μου
απ’ τη γύμνια σου…
σβήσε τ’ όνομά μου.
Εσύ, λουλούδι που μαράθηκες
στο χώμα μου
για να πενθήσει η πεταλούδα
το φορτίο της ψυχής μου…
σβήσε τ’ όνομά μου.
Εσύ, θάλασσα που ήπιες
το νερό μου
για να σκάει αλμυρή
η γλώσσα μου στο κύμα…
σβήσε τ’ όνομά μου.
Εσύ, πέτρα που ντύθηκες
τον ήλιο μου
για να τυφλώνει ισχυρή
η ουσία μου τον πόνο…
σβήσε τ’ όνομά μου.
Σβήστε τ’ όνομά μου
για να γράψετε ένα στίχο.
Ό,τι αγάπησα ήταν ποίηση
αλλιώς δε θα μπορούσα να το πω.
ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ ΠΟΙΗΤΗΣ
Με μολύβι και χαρτί γεννώ ποίημα
ό,τι άλλοι δείχνουν εξάμβλωμα.
Μικρό το κακό.
Εδώ με μολύβι και χαρτί
δείχνω ζωή
ό,τι οι περισσότεροι
θα ντρέπονταν να γεννήσουν
(γιατ’ είναι, βέβαια, ντροπή
να ζεις αμισθί
αναπαράγοντας γραπτώς
την ορφανή σου ανάγκη).
27 Σεπτεμβρίου 2009
κυριακη - μπαλαντα.
23 Σεπτεμβρίου 2009
Τα μυστικά χνώτα
πορφυρών σου γραμμών
Έτριξαν φως
Σ’ αστείρευτες πηγές,
προσεχτικά κρυμμένες.
Ένας γλαρός το πέταξε, κι έφυγε!
Κάθε άνθρωπος προσπαθεί
να σκεπάσει τη γύμνια του.
Ένα φτερό που ακροβατεί και μάχεται
Γέρνει στοργικά, αλλά επικίνδυνα
Πάνω στο χαραγμένο αέρα.
Τίποτα δεν ξεγίνεται και ας είναι όλα αέρας.
Ένας γλάρος το πέταξε, κι έμεινε το πέταγμα του
(BlueRose)
Το παραπάνω ποίημα μας το έστειλε ο φίλος του Λογοτεχνικού Καφενείου Blue Rose. Ένα ποίημα γεμάτο ευαισθησία και λυρισμό. Τον ευχαριστούμε πολύ και περιμένουμε και άλλες συνεργασίες του.
20 Σεπτεμβρίου 2009
ΑΛΟΓΑ ΠΕΡΗΦΑΝΑ ΕΠΙΘΥΜΙΕΣ, Μίλτος Σαχτούρης
Άλογα περήφανα
οι επιθυμίες μου
γονάτισαν κάθισαν χάμω
η πόλη όλη βάφτηκε στο σκοτάδι
μόνο τρεις άνθρωποι περπάτησαν
ο ένας πήγε να βρει το Θεό
ο άλλος πήγε να βρει το Διάβολο
και ο τρίτος πήγε να βρει το Κενό.
(από τη συλλογή Έκτοτε)
15 Σεπτεμβρίου 2009
ετουτος ο σεπτεμβρης.....
εκεινος ο σεπτεμβρης..../
03 Σεπτεμβρίου 2009
δυο
02 Σεπτεμβρίου 2009
μετα τον γερο της αλεξανδρειας - ο πατερας.
31 Αυγούστου 2009
Τρία μικρά πικρά ποιήματα
α.
Στρωτή γροθιά στο στομάχι
όταν δεν υπάρχει στομάχι
ήχος ξερός ανώδυνος
όταν δεν υπάρχει πια μουσική
κύπελλο σπασμένο χρυσάφι
όταν δεν υπάρχουν πια τρόπαια
ποίημα σκισμένο τετράδιο
όταν δεν βρίσκεται πια χαρτί.
β.
Η ώρα θα έρθει και θα είσαι μόνος σου.
Θα κοιτάς τη συννεφιά απ΄ το παράθυρο ενώ
μάτια που ξέχασες
θα βλέπουν σύννεφα αλλαγμένα
από πολύ πιο μακρυά σου.
Θα σκεφτείς τα λεπτά τα πουλιά και κάποιο
γκριζωπό αιωνόβιο δέντρο.
Και θα ΄σαι μόνος.
γ.
Η πόρτα άνοιξε.
Στάλες ειπώθηκαν.
Βροχές εννοήθηκαν.
Ο δρόμος για το φεγγάρι αυτή τη φορά
φάνηκε πολύ μακρύς.
Τα μάτια σφίχτηκαν
σε μια προσπάθεια να αρπάξουν
την ανεμόσκαλα
ενώ αυτή σιγά σιγά
εξαφανιζόταν.
--------χ.ζ.
26 Αυγούστου 2009
Μια λέξη μοναχά μπορεί, το πρόσωπο εκείνου να φωτίσει,
που των λόγων την αξία γνωρίζει.
Μια λέξη μοναχά που στη σιωπή ωριμάζει
μια τέτοια δύναμη αποκτά.
Τον πόλεμο μια λέξη σταματάει
και μια μονάχα λέξη τα τραύματα επουλώνει
είναι μια λέξη που μπορεί να μετατρέψει
το δηλητήριο σε βούτυρο και μέλι.
Άσε μια λέξη μέσα σου να μεγαλώσει.
Συγκράτησε την άγουρή σου σκέψη.
Έλα και γνώρισε τούτη τη λέξη
που χρήματα και θησαυρούς σε σκόνη θα χωνέψει.
Γνώριζε πότε πρέπει να μιλάς
και πότε να σωπαίνεις.
Με μία λέξη μοναχά μπορείς τον κόσμο από κόλαση
οχτώ παράδεισους να κάνεις.
Τον δρόμο ακολούθα.
Μην πλανευτείς απ’ όλα όσα ξέρεις. Πρόσεχε!
Στοχάσου πριν μιλήσεις.
Ένα στόμα ανόητο μπορεί να σημαδέψει την ψυχή σου.
Κάτι τελευταίο θα πει ο Γιουνούς
την δύναμη των λέξεων θέλοντας να δείξει.
Αυτό που με χωρίζει απ’ τον Θεό
μια λέξη είναι μοναχά. Το «Εγώ».
Μτφ. θωμάς παπαστεργίου
23 Αυγούστου 2009
μικρη και κομητης -ερωτα σκιας και φυγης =18 αυγουστος -τσιγαρα φιλης, πατερα πριν φυγει.../
16 Αυγούστου 2009
Ανθή Μαρωνίτη - Δύστροπη Αφή

Όταν σ' αρπάζει μια εικόνα απ' τα παλιά
με ενάργεια μοναδική
η θαυμαστή αντοχή της
που καθηλώνει
Όταν μια μουσική ανεβαίνει
πρώτα σε κατοικεί ο δικός της χρόνος
μετά θυμάσαι με εικόνες
που κυριεύουν πίσω
τη ροή του άλλου χρόνου
Όταν μια μυρωδιά γνώριμη
χτυπάει τα ρουθούνια
πάλι την ξαναβρίσκεις αλυσιδωτά
θαμμένη στις δικές της παραστάσεις
Η γεύση, η πιο άπληστη
μπερδεύεται στην άκριτη επανάληψη
χάνει την ευθυκρισία
μόνο στη νηστεία παλεύει με τη μνήμη
Η πιο δύστροπη, η αφή
η ενθύμιση μόνη δεν αρκεί
απ' την αρχή η πρόκληση
με σώμα να αναμετρηθεί
διπλά να ριγίσει
14 Αυγούστου 2009
'' Ο ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ ΓΥΡΙΖΕΙ ΑΠΟ ΤΑ ΘΥΜΑΡΑΚΙΑ''. ΔΙΟΣΚΟΥΡΟΣ ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ - ΣΤΟ ΛΙΜΑΝΙ./
13 Αυγούστου 2009
Νικηφόρος Βρεττάκος - Οι μικροί γαλαξίες

09 Αυγούστου 2009
ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ
Τι είναι ο έρωτας έζησα με τ άστρα
κρατώντας το στέρνο μου στα χέρια ξεκαρφωμένο
εγώ έπεφτα όπως ένας κάδος πέφτει σε πολλές σκάλες
χύνοντας το νερό τόσον άτυχο
εγώ έπεφτα
ενώ καίγονταν μέσα μου τα εικοσιτετράωρα.
Να η λαλιά της αγάπης στις σκόνες στα ποδήματα
έχω τη χάρη να γκρεμίζομαι απ τα σπλάγχνα
και βλέπω, είναι με το μέρος μου ο ίλιγγος
Γ. Βαρβέρης
πάντοτε μ' απειλούσε με σιωπή.
03 Αυγούστου 2009
ΤΡΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΑ ΨΗΛΑΛΩΝΙΑ
Πλατεία Ψηλών Αλωνίων
Να έτσι ήρθαμε και έτσι θα φύγουμε
λογίζοντας στην πλακωσιά του δρόμου το χαμένο απόγευμα
όπως όλα τα πράγματα…
Να έτσι καθισμένοι σε πειθαρχικές πολυθρόνες
με τα πόδια στο στόμα των πλοίων
προσμένοντας τα φώτα να χαμηλώσουν
και να χαθούμε στα σγουρά μαλλιά των βουνών
αφήνοντας στο πεζούλι το λευκάδι των ματιών μας
έντρομοι μπρος στην προοπτική μιας ξενάγησης
στο γλυφό φεγγάρινο δρόμο του γυμνοσάλιαγκα
μέχρι την άκρη της φοινικιάς
ως τα ξέφωτα που σκιάζονται τα φιλήματα
ώσπου επιτέλους μπορούμε ν’ αναπνεύσουμε
κι ας πέσουμε στην υπόληψη της πόρτας που χάσκει
έτσι
όπως εγκαταλείφθηκαν οι σοφίτες
τυλιγμένες στις πλεξούδες της καγκελόπορτας
όπως βάραιναν τα πλήκτρα του πιάνου και βούρκωσαν.
Δεν μας απόμειναν δα ούτε μερικά μουσικά νομίσματα.
Λάζαρος Τοσουνίδης
Πάτρα 1976
ΨΗΛΑΛΩΝΙΑ
Λήθη Χρήστου Χωμενίδη
Δεν έχει ιστορία ο αέρας
Μνήμη η ζέστη η απογευματινή
Οι άνθρωποι που πάνω κάτω προχωράνε
Ηλικιωμένοι που τους σέρνουνε παιδάκια
Σκηνοθεσία της φύσης καθώς γέρνει η ώρα
Κι ο φωτισμός αλλάζει σαν νέο έργο ν’ ανεβάζει
Κάποιας κινέζικης του δειλινού καλλιτεχνίας
Και γύρω μόλις να’ τανε φτασμένοι
Φοινικιές και κορμοί στρεβλοί των πεύκων
Μέσα από πράσινες εκρήξεις ν’ αποκρούουν
Για πόσο ακόμα τα επερχόμενα σκοτάδια
Που τελικώς επέρχονται πιο δυνατά κι από τη μοίρα
Ενώ τα πρώτα φώτα φτιάχνουνε παρέες
Από σκυμμένα πράγματα καθώς πατάτες
Τηγανητές που προσπαθούν μετά μανίας
να ταιριάξουν
Το κίτρινό τους με το κίτρινο
Της πλαστικής καρέκλας ένα γύρω.
Γιάννης Πατίλης Γραφέως Κάτοπτρον ,εκδ. Ύψιλον, Αθήνα 1989
ΨΗΛΑΛΩΝΙΑ
Σκοτωμένο απόγευμα
καρφωμένο
στις αιχμές των πεύκων
Αχνίζει πηχτό
το αίμα της δύσης
Ποιο άλλο χρώμα
να συγκριθεί
με το πορφυρό δάκρυ του συντριβανιού;
Κι ο άνεμος σκοτεινός
ξεφυλλίζει τις σελίδες της φοινικιάς
Πέφτουν λυπημένες ιστορίες
σαν αυλαίες μικρών δραμάτων
που ζήσαμε
με αθώους τώρα πια τους απόντες
Περισσότερο από μόνος
Τόσες λέξεις περαστικές
καμία δεν γύρισε
να με κοιτάξει.
Γιάννης Τόλιας Αμαρτολόγιο, εκδ. Περί Τεχνών, Πάτρα 2007
02 Αυγούστου 2009
χρεος
27 Ιουλίου 2009
Κώστας Καρυωτάκης
Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσει
στο μαύρο αδιέξοδο, στην άβυσσο του νου.
Ας υποθέσουμε πως ήρθανε τα δάση
μ' αυτοκρατορικήν εξάρτηση πρωινού
θριάμβου, με πουλιά, με το φως τ' ουρανού,
και με τον ήλιο όπου θα τα διαπεράσει.
Ας υποθέσουμε πως είμαστε κει πέρα,
σε χώρες άγνωστες, της δύσης, του βορρά,
ενώ πετούμε το παλτό μας στον αέρα,
οι ξένοι βλέπουνε περίεργα, σοβαρά.
Για να μας δεχθεί κάποια λαίδη τρυφερά,
έδιωξε τους υπηρέτες της ολημέρα.
Ας υποθέσουμε πως του καπέλου ο γύρος
άξαφνα εφάρδυνε, μα εστένεψαν, κολλούν,
τα παντελόνια μας και, με του πτερνιστήρος
το πρόσταγμα, χιλιάδες άλογα κινούν.
Πηγαίνουμε -- σημαίες στον άνεμο χτυπούν --
ήρωες σταυροφόροι, σωτήρες του Σωτήρος.
Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσει
από εκατό δρόμους, στα όρια της σιγής,
κι ας τραγουδήσουμε, -- το τραγούδι να μοιάσει
νικητήριο σάλπισμα, ξέσπασμα κραυγής --
τους πυρρούς δαίμονες, στα έγκατα της γης,
και, ψηλά, τους ανθρώπους να διασκεδάσει.
14 Ιουλίου 2009
Στέλλα Γεωργιάδου

08.01.2008
Και να που δε χορταίνω
Φως
Δισυπόστατη να σε διαβάζω
και να με ραίνει μελωδικά αχός
γνωστός από παλιά συντρίμμια
Φως να με ραίνει
Κι ας καίει τ’ αρνητικό του νου
Εκεί να φλέγονται
πικρά άχρηστα μυστικά
ξέθωρα μάτια, λυγισμένα όνειρα
Αποτάσσομαι του θεού σου
Φως εναγκαλίζομαι
Σημάδι διαλεγμένο
σε τοίχο που ασβέστωνε η θλίψη
Επίμονο
Και σε προσκύνησα
Γιατί, οι καιροί ερχόμενοι
με πασουμάκι μαλακό
όχι μ’ αρβύλες και φωνές
μας ξάνθυναν τα μάτια
και ημέρεψαν' οι λυγμοί
Τώρα γλιστράνε μαλακά πάνω στο φως
που δε χορταίνω να ρουφώ, να με ρουφάει
και δεν μπορώ. Να!
μιας φωνής αράδα να σκαρώσω
Κι εσύ μιλάς με καταποντισμούς
Συνέπειες αθρόες
αναδιατάσσουν τα μικρά φωνήεντα
που φύλαγα στο λίκνο της αγάπης
Κάπου – κάπου
κάνε την καρδιά σου κάρβουνο
να βρίσκω πρώτη ύλη
για τη νύχτα
Και θα δωρίσω την πορφύρα
απ’ το πιο καθάριο αίμα μου
στη λιτανεία του θέρους –αν είναι νάρθει–
Καρποί σου οι λόγοι αυτόπτες
Δεν σιγουρεύεται το φως
αστέρι μου μοναχικό
Σταχτιά τα περιγράμματα σου
Δέλεαρ τα φωνητικά σου λόγια
πάνω κι απ’ της αψίνθου τα τεχνάσματα
Των φιλιών τ’ αποτύπωμα
χαρακιά στο κορμί του χειμώνα
Να σκύψω, μια σταλιά, στον ύπνο σου
να δω την κλίση του ονείρου σου
Όσον καιρό κι αν πάρει, μύθος θα γίνει.
20 Ιουνίου 2006
Στα δειλά σκιρτήματα
μιας σκέψης που αντιφάσκει,
υπακούω.
Με τη γλώσσα πότε εχθρό και πότε σύμμαχο.
Πάντα όμως με το τίμημα ανυπεράσπιστο.
Τι κι αν ο ρόλος που υποδύομαι
κάνει λαμπερή τη συνήθεια;
Τα προσωπεία
δεν απολαμβάνουν τέρψης, μα μήτε κι ενοχής.
Κι ο ουρανός διχασμένος
Με τέτοια διλήμματα,
αναδιπλώνει τα γκρίζα του
στα ετοιμόρροπα σύννεφα
κι εκτοξεύει γαλάζιες ριπές αυταπάτης.
Κορδώνεται η ψυχή και ξεγλιστράει,
μα την ελευθερία πρέπει να την αντέχεις,
ειδάλλως εξατμίζεται
και τρομαγμένος τρέχεις να χωθείς στο ρόλο.
Την αθωότητά μου στρέφω αλεξίσφαιρη
στα επαναλαμβανόμενα πυρά της εμπειρίας.
Προστασία που δε μου μέλλεται.
Στη μνήμη μιας νιότης καθ’ υπόδειξιν
αφιερώθηκε τούτος ο βραχύς συλλογισμός
κι ας με συγχωρήσουν οι Κυριακές
που κρατώ σιγή με τόση εχεμύθεια.
12 Απριλίου 2007
είσαι η νύχτα (Τ. Σινόπουλος)
Σε γνωρίζω απ’ τη σκιά σου
απ’ τις ρυτίδες της αφής σου
το άρωμα της προσμονής σου
τους υδρατμούς των στεναγμών σου
στις τιποτένιες μέρες της αγάπης
Μα περισσότερο σε γνωρίζω
από τα χρώματα της λύπης σου
το εναργές της ερημιάς σου φως
από τις σιωπηλές του έρωτ’ αγωνίες
σώματος εκλιπόντος
Ώρες μετά… μέρες ή χρόνια
δε θυμάμαι
αν ήσουν φως γυμνό ή πολυάνεμο πέλαγος
δε θυμάμαι
αν νους ενέδωσε ή σάρκα συνετρίβη
δε θυμάμαι
Έχει κι η μνήμη βλέπεις
το βυθό της
Στο Νίκο Χουλιαρά για τα «Τα ποιήματα στο δρόμο»
Ξέρεις ποιο ποίημα αγαπώ;
Μικρό ανάμεσα στις πέτρες κρίνο
Το πατάς με το βαρύ σου βήμα
(Απριλιος 2007)
Μ' ένα καινούριο ήλιο
κρατιέμαι απ' το φεγγάρι
Καλά που είχα φυλαγμένο
Γεννημένη από το 1966 στη Χαλκιδική.
e-mail stellag@ath.forthnet.gr
06 Ιουλίου 2009
W.B. Yeats - Τα ρούχα του ουρανού
Αν είχα τα, τα μ’ ουρανό, τα κεντημένα ρούχα,
τα δουλεμένα με χρυσό και μ’ ασημένιο φως,
τα θαλασσιά, τα σκοτεινά, τα μαύρα ρούχα
τα καμωμένα με νυχτιά και φως και με ημίφως,
θα στ’ άπλωνα, στα πόδια σου μπροστά:
Μα εγώ, είμαι φτωχός, έχω μόνο τα όνειρά μου.
Και άπλωσα τα όνειρα στα πόδια σου μπροστά.
Να περπατάς ανάλαφρα, γιατί πατάς στα όνειρά μου.
30 Ιουνίου 2009
ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ - Εγώ είμαι…

Εγώ είμαι…
Εγώ είμαι λοιπόν ο μικρός, ο ασήμαντος.
Το παιδί που ξυπόλυτο, με βρεγμένα πόδια,
βουλιαγμένα στην άμμο, του μιλούσες
και σου μιλούσε. Όμως, εσύ, ήξερες
πράγματα περισσότερα, επειδή
ήσουν παρούσα στον κόσμο από πάντοτε.
Και μου μιλούσες για την Αργώ,
Το σεληνόφως που χρύσωνε τα μαλλιά
του Οδυσσέα, τον μέγιστο στόλο σου
(όλων των ειδών τα σκαριά που ελλιμένισες
στο βυθό σου) κι ακόμη για το άπειρο
όπου ανακύκλωνες το μεγαλείο σου,
θάλασσα , κι άλλα πολλά. Ενώ εγώ
σου απαντούσα με το ίδιο χαμόγελο
που μιλούσα στο γύρω μου πολύμορφο
θαύμα, που λέγεται Κόσμος. Λόγον
άλλο πληρέστερο να μιλώ
με το θείο σύμπαν δεν είχα.
Αυτή ακριβώς η αίσθηση, ότι μιλάς στη θάλασσα σαν να ‘τανε γυναίκα. Μα όχι μια οποιαδήποτε γυναίκα. Της μιλάς σαν να ‘τανε ερωμένη. Μια ερωμένη από περασμένα χρόνια και περασμένες ζωές. Η αιώνια ερωμένη. Που ταυτόχρονα είναι η παρηγοριά και η καταστροφή μαζί. Κάπως έτσι μιλάει ο ποιητής στην θάλασσα και όλα αυτά μου φέρνουν στο νου τον άλλον ποιητή που λέει: «Ας έρθει να με κοιμηθεί όποιος θέλει, μήπως δεν είμαι η θάλασσα;».
29 Ιουνίου 2009
MikaMika
Τα ξέρω αυτά τα παιχνίδια που ονομάζεις «αθώα».
Ξέρω πώς να τα παίζω: κρυφτό, κυνηγητό, κουτσό.
Ξέρω να κρύβομαι, να κυνηγάω, να είμαι ανάπηρη για σένα.
Και ξέρω να κερδίζω.
Δεν έχει αθωότητα το κέρδος. Ούτε και η χασούρα
έχει. Δεν έχει αθωότητα
παρά μονάχα
το τίποτε.
Εκείνο
εκείνο το τίποτε
εκείνο της Φράννυ και του Ζούι
εκείνο προτού να πει ο άτιμος Θεός «κι εγέννετο το φως».
Δεν έχει αθωότητα μετά από το πρώτο φως.
Α-νόητο φως.
Τί το θέλες, γλυκιέ μου, να το ανάψεις;
Από αγάπη, θα μου πεις.
Μήπως είσαι ο σατανάς ή κάποιος που του μοιάζει;
Ή μήπως θα ήθελες ναι ναι βαθιά μέσα σου μέσα εκεί βαθιά πολύ
βαθιά κι ανομολόγητα μήπως
θα ήθελες να είσαι Εκείνος;
Εκείνος που κυριαρχεί.
Ο μη αθώος.
Εκείνος.
Μήπως;
Αν πω αληθινά το όνομά σου, θα τιμωρηθώ;
Κι αν ονειρευτώ;
Κι αν τολμήσω;
Κι αν μετανιώσω;
Θα τιμωρηθώ;
Μετανιώνω συχνά.
Κι αλλάζω γνώμες.
Και παιδεύομαι και όχι
δεν είμαι αθώα.
Θέλεις λοιπόν
να παίξουμε;
14 Ιουνίου 2009
24 Μαΐου 2009
Μια ιστρορία Έρωτα
Το αφιέρωμα αυτό, φιλοδοξεί να ανοίξει μια συζήτηση για το πώς αντιλαμβανόμαστε τις οργιαστικές εκδηλώσεις εμείς οι σύγχρονοι άνθρωποι, αλλά και να προσφέρει μια μικρή ανάλυση, με τα μέσα και τις δυνάμεις που έχουμε, πάνω σε αυτό το φαινόμενο.
Η προηγούμενη ανάρτηση είχε ως θέμα την οργιαστική πρακτική και πως αυτή αποτυπώνεται στα ποιήματα του Λατίνου ποιητή του 1ου π.Χ. αιώνα Κάτουλλου. Οι αναφορές του Κάτουλλου σε όργια δεν είναι πολλές και πολλές φορές μας παρουσιάζονται με υπαινικτικό τρόπο. Παρ’ όλα αυτά έχουμε πιο ζωντανές περιγραφές οργιών από εκείνη την εποχή τις οποίες ενδέχεται να παρουσιάσω αργότερα.
Σήμερα θα αναρτήσω ένα ποίημα του σύγχρονου Άγγλου ποιητή Roger McGough. Το ποίημα λέγετε «Την ώρα του φαγητού μια ιστορία έρωτα». Ας το διαβάσουμε πρώτα στην όμορφη μετάφραση του Κλείτου Κύρου.
Roger McGough (1937)
ΤΗΝ ΩΡΑ ΤΟΥ ΦΑΓΗΤΟΥ
ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΡΩΤΑ
Όταν το λεωφορείο φρενάρισε απότομα γιαναμή
χτυπήσει μια μητέρα με το παιδί στο δρόμο, η
νεαρή κυρία με το πράσινο καπέλο που καθόταν
απέναντί έπεσε πάνωμου, και καθώς δεν ήμουν από
κείνους που χάνουν ευκαιρία άρχισα νακάνω έρωτα
μόλο μου το κορμί.
Στην αρχή εκείνη αντιστάθηκε λέγοντας πως ήταν
πολυπρωί και πολύ νωρίς μετά το πρόγευμα και πως τέλος
πάντων με έβρισκε αποκρουστικό. Όταν όμως της
εξήγησα πως αυτό ήταν μια πυρηνική έκρηξη, και το
τέλος του κόσμου θα έρχονταν κατά την ώρα τουφαγητού,
τότε έβγαλε το πράσινο καπέλο της, έβαλε το
εισιτήριοτης στην τσέπη και πήρε μέρος στην άσκηση.
Οι επιβάτες του λεωφορείου και υπήρχαν πολλοί,
σκανδαλίστηκαν κι εξεπλάγησαν και διασκέδασαν κι
ενοχλήθηκαν, όταν όμως μαθεύτηκε αποστόμα σε στόμα
ότι το τέλος του κόσμου θα ερχόταν κατά την ώρα του
φαγητού έβαλαν την περηφάνια τους στις τσέπες τους
μαζί με τα εισιτήρια κι έκαναν έρωτα ο ένας με τον
άλλον. Ακόμα και ο εισπράκτορας του λεωφορείου που
βρισκόταν επάνω, σκαρφάλωσε στη θέση του οδηγού κι
άρχισε μαζίτου ένα κάποιο είδος σχέσης.
Το βράδυ εκείνο, γυρίζοντας όλοι με το λεωφορείο
στοσπίτι, βρισκόμασταν σε μια μικρή αμηχανία,
ιδιαίτερα εγώ και η νεαρή κυρία με το πράσινο καπέλο,
κι όλοι αρχίσαμε ο καθένας με τον τρόπο του να λέμε
πόσο βιαστικοί κι ανόητοι ήμασταν. Και τότε, σαν ένας
λεβέντης που πάνταμου ήμουν, σηκώθηκα κι άρχισα να λέω
πως ήταν κρίμα να μην έρχονταν το τέλος του κόσμου
κάθεμερα στην ώρα του φαγητού και πως εμείς θα μπορούσαμε να προσποιούμαστε πάντα. Και τότες έγινε…
Στο αψεσβήσε όλοι μας αλλάξαμε ντάμες και σε λίγο
το λεωφορείο ήταν μια μυρμηγκιά από άσπρες
μπίλιες ναφθαλίνης που κάναν βρωμοδουλειές.
Και την άλλη μέρα
Και καθεμέρα
Σε καθελεωφορείο
Σε καθεδρόμο
Σε καθεπόλη
Σε καθεχώρα
οι άνθρωποι προσποιούνται πως έφτανε το τέλος
του κόσμου τηνώρα του φαγητού. Ακόμα δεν ήρθε.
Κι όμως κατά κάποιον τρόπο ήρθε.
μτφ. Κλείτος Κύρου
Δεν θα προσθέσω πολλά, αφού δεν είναι απαραίτητο. Το μόνο που θέλω να πω είναι ότι σε αυτό εδώ το ποίημα το ερωτικό όργιο παρουσιάζεται ως μια μορφή παιχνιδιού. Οι συμμετέχοντες σε αυτό, κάνοντας μια μικρή παραδοχή, όπως κάνουν και τα παιδιά στην διάρκεια των παιχνιδιών τους, σπάνε κατά κάποιον τρόπο τα καθιερωμένα πλαίσια τις καθημερινής ζωής και με αυτόν τον τρόπο, καταφέρουν ένα πλήγμα στην σκλαβιά της καθημερινότητας, κάτι που δεν άπτεται μόνο του υπαρξιακού στρώματος κάθε ανθρώπου χωριστά, αλλά αποτελεί και ένα καθαρά πολιτικό και κοινωνικό φαινόμενο. Αυτή λοιπόν η μη υπαρκτή πυρηνική έκρηξη, αποτελεί και το τέλος του κόσμου. Ενός κόσμου παλαιού και την αρχή μιας καινούργιας εποχής ελευθερίας και ελευθεριότητας τόσο πολύ υπαρξιακής και προσωπικής όσο και κοινωνικοπολιτικής.